Συχνές Ερωτήσεις
Μετά από κάθε ανοικτό χειρουργείο, το κοιλιακό τραύμα συρράβεται στρώμα-στρώμα με ειδικά ράμματα. Προοδευτικά και σε ένα χρονικό διάστημα περίπου 60-90 ημερών, πάνω στα ράμματα αυτά αναπτύσσεται μια ανθεκτική ουλή η οποία εξασφαλίζει την ακεραιότητα του κοιλιακού τοιχώματος. Η ουλή όμως αυτή, για διάφορους λόγους, ενδέχεται να μην αποκτήσει ποτέ την επιθυμητή αντοχή και να αποτελεί πάντα αδύναμο σημείο στα κοιλιακά τοιχώματα. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα οι δυνάμεις που ασκούνται με τις διάφορες κινήσεις του ασθενή να προκαλέσουν τη χαλάρωση κάποιου τμήματος ή και ολόκληρης της ουλής με συνέπεια τη δημιουργία της κήλης.
Περίπου το 35% των ασθενών που έχουν χειρουργηθεί στην κοιλιά θα εμφανίσουν μετεγχειρητικές κήλες. Αυτό συνήθως συμβαίνει στα πρώτα 4-5 χρόνια από το χειρουργείο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι με μετεγχειρητική κήλη παρατηρούν ένα ελαφρύ πρήξιμο ή εξόγκωμα στην κοιλιά τους, στη θέση ενός παλαιού χειρουργικού τραύματος, το οποίο είναι πιο ορατό όταν βρίσκονται σε όρθια θέση. Οι μετεγχειρητικές κήλες συχνά δεν προκαλούν κανένα σύμπτωμα και οι ασθενείς αντιλαμβάνονται την παρουσία τους από την παραμόρφωση που παρατηρούν στο σχήμα της κοιλιάς τους. Άλλες φορές βέβαια οι κήλες αυτές προκαλούν μια ήπια ενόχληση ή τοπικό πόνο στη θέση που βρίσκονται ή ακόμα και διάχυτο πόνο στην κοιλιά. Σπανιότερα και σε χρόνιες ή παραμελημένες περιπτώσεις μια μετεγχειρητική κήλη μπορεί να αποτελέσει αιτία ειλεού (εγκλωβισμού και απόφραξης τμήματος εντέρου) και να απαιτείται επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση.
Οι αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης μιας μετεγχειρητικής κήλης είναι η κακή τεχνική συρραφής του τραύματος, η χρήση ακατάλληλων ραμμάτων, η διαπύηση του τραύματος μετά το χειρουργείο, η μη συμμόρφωση του ασθενούς στις μετεγχειρητικές οδηγίες ανάρρωσης, η παχυσαρκία, η παραγωγή «κακής ποιότητας» (ανώριμου) κολλαγόνου από τον οργανισμό κάποιων ανθρώπων και άλλοι σπανιότεροι.
Η διάγνωση της μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης γίνεται εύκολα μόνο με την κλινική εξέταση από το γιατρό χωρίς να είναι απαραίτητη καμία άλλη αιματολογική ή ακτινολογική εξέταση. Στις λίγες περιπτώσεις που η διάγνωση δεν είναι ξεκάθαρη, η αξονική τομογραφία αποτελεί την καλύτερη διαγνωστική εξέταση και παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το μέγεθος και το περιεχόμενο της κήλης.
Όπως οι περισσότερες κήλες έτσι και η μετεγχειρητική κήλη εγκυμονεί τον κίνδυνο της περίσφιξης του περιεχομένου της. Αυτή η επείγουσα κατάσταση/επιπλοκή μπορεί να προκληθεί αιφνιδίως μετά από μια απότομη κίνηση του ασθενούς, από μία έντονη δραστηριότητά του ή στην προσπάθεια να σηκώσει ασυνήθιστα μεγάλο βάρος. Τότε, μέσα από το στόμιο της κήλης διέρχεται βίαια και παγιδεύεται κάποιο τμήμα λίπους ή εντέρου, το οποίο προοδευτικά θα στραγγαλιστεί, θα ισχαιμίσει και θα νεκρωθεί. Η πιθανότητα περίσφιξης μιας μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης δεν μπορεί εύκολα να υπολογιστεί και εξαρτάται από τη διάμετρο του χάσματός της σε συνδυασμό με την ευκολία ανάταξης του περιεχομένου στη φυσική του θέση δηλαδή στην κοιλιά. Όσο μικρότερη η διάμετρος και όσο μεγαλύτερη η δυσκολία ανάταξης τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος της περίσφιξης. Η περισφιγμένη μετεγχειρητική κοιλιοκήλη αποτελεί επείγουσα χειρουργική κατάσταση και απαιτεί άμεση αντιμετώπιση.
Η περίσφιξη μιας κήλης συνοδεύεται πάντα από έντονα συμπτώματα τα οποία διαφέρουν από τα συνήθη ενοχλήματά της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η περιοχή που εμφανίζεται η κήλη πρήζεται, γίνεται σκληρή και αρχίζει να πονάει πολύ και συνεχόμενα. Μετά από λίγο το πρήξιμο αυτό αρχίζει να κοκκινίζει και να γίνεται θερμό. Αν προκληθεί και ειλεός ως αποτέλεσμα της περίσφιξης, αρχίζει να πρήζεται και να πονά όλη η κοιλιά του ασθενούς. Από τη στιγμή που θα περισφιχθεί μια μετεγχειρητική κοιλιοκήλη πρέπει να περάσουν 6-8 ώρες για να νεκρωθεί το περιεχόμενό της (λίπος ή τμήμα εντέρου). Άρα σχετικά άμεσα, δηλαδή μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα και χωρίς πανικό, πρέπει να αναζητήσετε ιατρική φροντίδα ώστε να γίνει προσπάθεια να «αναταχθεί» η περισφιγμένη κοιλιοκήλη, δηλαδή να απεγκλωβισθεί το περιεχόμενό της και να σπρωχθεί πίσω στην κοιλιά με ήπιες κινήσεις από το γιατρό. Αν δεν μπορέσει γίνει αυτό ή αν έχουν περάσει πολλές ώρες από την έναρξη του επεισοδίου τότε απαιτείται επείγον χειρουργείο.
Η συχνή αυτή κατάσταση λέγεται «μη ανατασσόμενη» κοιλιοκήλη και δημιουργείται όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Όταν δηλαδή η διάμετρος της κήλης είναι μικρή, το μέγεθός της μεγάλο και παράλληλα έχουν δημιουργηθεί συμφύσεις στον «κηλικό σάκο». Συχνά, η «μη ανατασσόμενη» συγχέεται λανθασμένα με την περισφιγμένη κοιλιοκήλη, όμως αυτή δεν αποτελεί επείγουσα χειρουργική κατάσταση. Οι ασθενείς με «μη ανατασσόμενη» κοιλιοκήλη αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο περίσφιξης της κήλης τους και για το λόγο αυτό πρέπει να χειρουργούνται προγραμματισμένα.
Η θεραπεία της μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης είναι μόνο χειρουργική. Οι βασικές αρχές του χειρουργείου είναι να αναγνωρισθεί και να καθαριστεί το στόμιο (αυχένας) της κήλης, να αναταχθεί ο σάκος της κήλης πίσω στη φυσιολογική του θέση, δηλαδή στην κοιλιά και να ενισχυθεί το κοιλιακό μυϊκό τοίχωμα γύρω από το στόμιο με την τοποθέτηση κάποιου «πλέγματος».
Η απόφαση για τη χειρουργική αποκατάσταση μιας μετεγχειρητικής κήλης πρέπει να εξατομικεύεται για κάθε ασθενή ανάλογα με την ηλικία του, τις δραστηριότητές του, τα υπόλοιπα προβλήματα υγείας του, τα συμπτώματά του κλπ. Ασθενείς με μικρού μεγέθους μετεγχειρητικές κήλες οι οποίες δεν προκαλούν συμπτώματα και δεν τους εμποδίζουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες, μπορούν απλά να παρακολουθούνται εφόσον το επιθυμούν και εφόσον ενημερωθούν για τους κινδύνους που διατρέχουν. Όμως, επειδή οι μετεγχειρητικές κοιλιοκήλες συνήθως προκαλούν συμπτώματα και συνοδεύονται από σημαντικό κίνδυνο περίσφιξης, οι περισσότεροι ασθενείς θα χειρουργηθούν κάποια στιγμή στη ζωή τους, λόγω αυτού του προβλήματος.
Η χειρουργική αποκατάσταση μιας μετεγχειρητικής κήλης μπορεί να γίνει είτε με ανοικτό χειρουργείο ή με τη λαπαροσκοπική μέθοδο. Στην ανοικτή τεχνική η τομή στο δέρμα γίνεται πάνω στην προηγούμενη ουλή και μέσα από αυτήν πραγματοποιείται η πλαστική αποκατάσταση της κήλης και η τοποθέτηση του πλέγματος. Στη λαπαροσκοπική μέθοδο αντίθετα, η ανάταξη της κήλης και η τοποθέτηση του πλέγματος πραγματοποιείται από την εσωτερική μεριά της κοιλίας δια μέσου μικρών οπών (5-10mm) στο αριστερό πλάγιο της κοιλιάς, χωρίς να ανοιχθεί εκ νέου η παλαιά τομή. Τόσο στην ανοικτή όσο και στη λαπαροσκοπική μέθοδο, υπάρχουν μικρές παραλλαγές στην εγχειρητική τεχνική, ανάλογα με τις προτιμήσεις κάθε χειρουργού οι οποίες όμως δεν αλλάζουν επί της ουσίας τις βασικές αρχές της πλαστικής αποκατάστασης.
Όλοι οι ασθενείς με μετεγχειρητική κοιλιοκήλη μπορούν να χειρουργηθούν με την ανοικτή μέθοδο. Για τη λαπαροσκοπική υπάρχουν κάποιοι σχετικοί περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της. Έτσι, ασθενείς με πολύ μεγάλες ή χρόνιες κοιλιοκήλες οι οποίες δεν ανατάσσονται ή με πολλαπλά χειρουργεία στο ιστορικό τους, ενδέχεται να μην μπορούν να χειρουργηθούν με τη λαπαροσκοπική μέθοδο για τεχνικούς λόγους.
Η λαπαροσκοπική τεχνική υπερέχει έναντι της ανοικτής σε πολλούς τομείς. Το χειρουργικό τραύμα που προκαλείται είναι πολύ μικρότερο με αποτέλεσμα λιγότερο αριθμό επιπλοκών (όπως πχ η διαπύηση των χειρουργικών τραυμάτων). Επίσης, οι ασθενείς που χειρουργούνται λαπαροσκοπικά έχουν βραχύτερη νοσηλεία, ταχύτερη κινητοποίηση, λιγότερο πόνο και γρηγορότερη επάνοδο στις ατομικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι τα αποτελέσματα των δύο τεχνικών είναι απολύτως συγκρίσιμα ως προς τα ποσοστά υποτροπής των κηλών. Η λαπαροσκοπική μέθοδος από την άλλη μεριά είναι κατά πολύ ακριβότερη από την ανοικτή. Τέλος η λαπαροσκοπική μέθοδος συνοδεύεται από καλύτερα αποτελέσματα στους υπέρβαρους ασθενείς.
Η καταλληλότερη μέθοδος δεν είναι η ίδια για όλους τους ασθενείς. Ο χειρουργός, συνεκτιμώντας πολλές παραμέτρους (ηλικία, σωματότυπος, μέγεθος, χρονιότητα και δυνατότητα ανάταξης της κήλης κλπ) καλείται, με γνώμονα και την εμπειρία του, να επιλέξει, να προτείνει και να εφαρμόσει στον κάθε ασθενή ξεχωριστά την καλύτερη μέθοδο για αυτόν. Συχνά βέβαια δίνεται και η δυνατότητα στους ασθενείς να επιλέξουν οι ίδιοι τη μέθοδο που επιθυμούν, αφού ενημερωθούν για τα υπέρ και τα κατά κάθε μιας.
Η λαπαροσκοπική πλαστική αποκατάσταση μιας μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης γίνεται μόνο με γενική αναισθησία. Αντίθετα η ανοικτή πλαστική αποκατάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί με γενική και υπό προϋποθέσεις με επισκληρίδια ή ραχιαία αναισθησία. Ο αναισθησιολόγος είναι αρμόδιος να επιλέξει και να ενημερώσει κάθε ασθενή για τις διάφορες τεχνικές αναισθησίας που μπορούν ή που δεν μπορούν (για ιατρικούς ή τεχνικούς λόγους) να χρησιμοποιηθούν σε αυτόν. Η τοπική αναισθησία δεν έχει θέση στη χειρουργική θεραπεία των μετεγχειρητικών κηλών.
Τα «πλέγματα» που χρησιμοποιούνται στη χειρουργική θεραπεία της μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης είναι λεπτά φύλλα από συνθετικό υλικό, διαφόρων διαστάσεων. Τοποθετούνται απλωμένα στην περιοχή του χάσματος της κήλης, ανάμεσα ή κάτω από τα μυϊκά στρώματα της κοιλιάς και καθηλώνονται στη θέση τους με διάφορους τρόπους (ράμματα, clips, tacks). Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες πλεγμάτων. Αυτά που τοποθετούνται στην εσωτερική επιφάνεια των κοιλιακών τοιχωμάτων και τα οποία αναγκαστικά έρχονται σε άμεση επαφή με τα σπλάχνα (ενδοπεριτοναϊκά πλέγματα) και αυτά που τοποθετούνται ανάμεσα στα μυϊκά στρώματα της κοιλίας και δεν έρχονται σε επαφή μαζί τους. Τα πρώτα χρησιμοποιούνται πάντα στη λαπαροσκοπική τεχνική ενώ στην ανοικτή μέθοδο μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα δύο είδη πλεγμάτων ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Ο βασικός ρόλος των πλεγμάτων είναι να αναγνωρίζονται από τον ανθρώπινο οργανισμό ως ξένα σώματα και να προκαλούν τον σχηματισμό μιας ισχυρής εσωτερικής ουλής γύρω τους, η οποία θα ισχυροποιήσει τα αδύναμα κοιλιακά τοιχώματα, «σφραγίζοντας» το στόμιο της κήλης. Το μέγεθος των πλεγμάτων είναι πάντα αρκετά μεγαλύτερο από το στόμιο της κήλης που πρέπει να καλύψουν.
Η διάρκεια του χειρουργείου με τη λαπαροσκοπική μέθοδο είναι περίπου μία ώρα. Αντιθέτως η ανοικτή τεχνική διαρκεί περισσότερο. Φυσικά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν το συνολικό χειρουργικό χρόνο με αποτέλεσμα να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή.
Τα πλέγματα που τοποθετούνται ενδοπεριτοναικά πρέπει να είναι πλήρως καλυμμένα με ειδικές αντισυμφυτικές μεμβράνες τουλάχιστον από τη μία τους επιφάνεια. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται οι συμφύσεις και τα συρίγγια που μπορεί να δημιουργηθούν μεταξύ του πλέγματος και των εντερικών ελίκων. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεγμάτων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη σύσταση, το σχήμα, το βάρος και την ικανότητα τους να απορροφώνται (βιοδιάσπαση) ή όχι από τον οργανισμό. Έτσι υπάρχουν πλέγματα από πολυπροπυλένιο, πολυεστέρα, τιτάνιο, ePTFE κ.α., παραλληλόγραμμα ή οβάλ, πλέγματα με μικρό ή μεγάλο ειδικό βάρος ανά τετραγωνικό εκατοστό επιφανείας τους και τέλος πλέγματα απορροφήσιμα, ημιαπορροφήσιμα ή αυτά που δεν διασπώνται ποτέ. Όμως, παρά τις επί μέρους διαφορές τους, όλα τα πλέγματα έχουν τον ίδιο σκοπό, χρησιμοποιούνται δηλαδή από τον οργανισμό σαν «σκαλωσιά» πάνω στην οποία θα χτιστεί μια γερή εσωτερική ουλή και θα ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα υποτροπής της κήλης.
Επειδή με τη χρήση τους ελαχιστοποιείται η πιθανότητα υποτροπής της κήλης. Από το 1990 που ξεκίνησε η τοποθέτηση πλεγμάτων σε ευρεία κλίμακα σε όλο τον κόσμο παρατηρήθηκε μείωση των υποτροπών της νόσου κατά 5-10 φορές τουλάχιστον (από το 40% στο 5-8% περίπου).
Ξεκάθαρα ναι. Η χειρουργική αποκατάσταση μιας κοιλιοκήλης χωρίς την τοποθέτηση πλέγματος συνοδεύεται από 5πλάσια, τουλάχιστον, πιθανότητα υποτροπής και για το λόγο αυτό η χρήση πλέγματος είναι επιβεβλημένη. Η μοναδική περίπτωση που δεν μπορεί και δεν πρέπει να τοποθετηθεί πλέγμα είναι όταν το χειρουργικό πεδίο είναι μολυσμένο.
Μετά από 25 χρόνια εμπειρίας με την τεχνική και την τοποθέτηση πλεγμάτων σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Τα πλέγματα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία όλων των κηλών είναι απολύτως ασφαλή για τον οργανισμό σας και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα δεν προκαλεί ούτε άμεσες ούτε απώτερες παρενέργειες ή άλλα προβλήματα υγείας.
Όχι δεν θα καταλαβαίνετε τίποτα απολύτως. Βέβαια, στην ανοικτή τεχνική, για τις πρώτες τριάντα ημέρες μετά από το χειρουργείο η περιοχή στην οποία έχει τοποθετηθεί το πλέγμα ενδέχεται να είναι λίγο φουσκωμένη και σκληρή χωρίς όμως να πονάει. Αυτό είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα της άμεσης αντίδρασης του οργανισμού στο «ξένο» σώμα που έχει τοποθετηθεί και αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουμε να πετύχουμε βάζοντας πλέγμα. Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα όμως, η περιοχή μαλακώνει, γίνεται εντελώς φυσιολογική και εσείς δε θα καταλαβαίνετε καθόλου την ύπαρξη του πλέγματος.
Η πλαστική αποκατάσταση μιας μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης είναι μια επέμβαση μέσης βαρύτητας. Τα συχνότερα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν είναι το μετεγχειρητικό αιμάτωμα, ο παροδικός παραλυτικός ειλεός, η μόλυνση του τραύματος ή/και του πλέγματος, και η δημιουργία ορώδους συλλογής στο τραύμα. Αυτές οι καταστάσεις παρουσιάζονται σε ένα ποσοστό 5-10% των ασθενών και συνήθως αντιμετωπίζονται εύκολα με συντηρητική αγωγή.
Όχι απαραιτήτως. Τα περισσότερα πλέγματα που χρησιμοποιούνται έχουν παραπλήσιες ιδιότητες με τους ανθρώπινους ιστούς και έτσι αν μολυνθούν μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να αποστειρωθούν με χορήγηση αντιβίωσης χωρίς να καθίσταται υποχρεωτική η αφαίρεσή τους. Ένα ποσοστό αυτών όμως θα χρειαστεί να αφαιρεθεί λόγω αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής. Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι τα πλέγματα κινδυνεύουν να μολυνθούν μόνο στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο. Μετά από την πάροδο ενός διμήνου τα πλέγματα ενσωματώνονται στον οργανισμό και δεν μπορούν να επιμολυνθούν.
Στην ανοικτή τεχνική γίνονται, συνήθως, μεγάλες κινητοποιήσεις και παρασκευές πολλών στρωμάτων του κοιλιακού τοιχώματος Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ο μετεγχειρητικός πόνος τις πρώτες ημέρες να είναι μεν αρκετός, αλλά να αντιμετωπίζεται πολύ αποτελεσματικά με τη χορήγηση συνδυασμού ενδοφλέβιων αναλγητικών για όσο διάστημα χρειαστεί. Η λαπαροσκοπική τεχνική από την άλλη, είναι συγκριτικά πολύ λιγότερο τραυματική και συνολικά πιο ανώδυνη από την ανοικτή.
Αυτοί που θα χρειαστεί να χειρουργηθούν επειγόντως λόγω περισφιγμένης μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης αποτελούν ειδική κατηγορία ασθενών αυξημένου κινδύνου. Το βασικότερο μέλημα του χειρουργού στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι να θεραπεύσει την κήλη αλλά, κυρίως, να διαπιστώσει αν έχει νεκρωθεί το περιεχόμενό της (λίπος ή τμήμα εντέρου). Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να προχωρήσει στην αφαίρεση των νεκρωμένων ιστών και την αποκατάσταση της συνέχειας του εντέρου. Κατά κανόνα, στους ασθενείς που υποβάλλονται σε εντερεκτομή λόγω περισφιγμένης μετεγχειρητικής κήλης, δεν τοποθετείται πλέγμα αφού το πεδίο του χειρουργείου θεωρείται μολυσμένο.
Η διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο εξαρτάται από την τεχνική που έχει χρησιμοποιηθεί και από το μέγεθος της κοιλιοκήλης και κυμαίνεται συνήθως από 1 μέχρι 3 ημέρες.
Λίγες μόνο ώρες μετά το χειρουργείο θα μπορείτε να κινητοποιηθείτε έστω και μερικώς. Αν έχετε πάρει γενική αναισθησία θα είστε σε θέση να πιείτε νερό ή τσάι με φρυγανιές το βράδυ της ίδιας ημέρας. Από την επομένη του χειρουργείου μπορείτε να ξεκινήσετε με ελαφριά γεύματα. Συνήθως σας χορηγείται μία δόση ενδοφλέβιας αντιβίωσης στο χειρουργείο και άλλες δύο στο θάλαμο την πρώτη μετεγχειρητική ημέρα. Από την επομένη του χειρουργείου μπορείτε να περπατάτε όσο θέλετε, και γενικά αυτοεξυπηρετείσθε πλήρως. Στην ανοικτή τεχνική τοποθετείται συνήθως μια παροχέτευση στο τραύμα (ένα λεπτό ελαστικό σωληνάκι), η οποία και αφαιρείται εύκολα πριν την έξοδό σας από το νοσοκομείο. Στους ασθενείς με μεγάλες μετεγχειρητικές κοιλιοκήλες συνιστάται η χρήση ελαστικών κηλεπιδέσμων για τις πρώτες δύο-τρεις εβδομάδες μετεγχειρητικά, οι οποίοι φοριούνται από τους ασθενείς μόνο όταν κινητοποιούνται. Μετά από 48 ώρες από το χειρουργείο μπορείτε να κάνετε μπάνιο ελεύθερα και να βρέξετε το τραύμα με νερό και σαπούνι. Στη συνέχεια απλώς το σκεπάζετε με μια γάζα. Τα ράμματα κόβονται στις 8-10 ημέρες. Μέχρι τότε δε θα πρέπει να οδηγήσετε γιατί, παρότι μπορεί να είστε σε θέση να το κάνετε, σε περίπτωση ατυχήματος ενδέχεται να προκύψουν νομικά προβλήματα αποζημίωσης.
Αν κάνετε δουλειά γραφείου ή άλλη που δεν απαιτεί σωματική καταπόνηση ή στην οποία δε σηκώνετε βάρη, μπορείτε να επανέλθετε σ’ αυτήν σε δύο εβδομάδες μετά το χειρουργείο. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να απέχετε από την εργασία σας για τουλάχιστον ένα μήνα. Στις τρεις εβδομάδες μπορείτε να ξεκινήσετε κάποιο ελαφρύ πρόγραμμα γυμναστικής χωρίς βάρη ενώ μπορείτε να μπείτε σε πλήρες πρόγραμμα στις 6 βδομάδες Τέλος, για τις πρώτες 6 εβδομάδες μετεγχειρητικά δεν πρέπει να σηκώνετε πάνω από 5-7 κιλά. Μετά από αυτό το διάστημα μπορείτε να σηκώσετε ότι θέλετε.
Είναι προτιμότερο να βρεθείτε ερωτικά με την/τον σύντροφό σας, μετά από 2 εβδομάδες, προσέχοντας βέβαια να μην υποβάλλετε το σώμα σας σε μεγάλη καταπόνηση. Μετά από 4 εβδομάδες μπορείτε άφοβα να το υποβάλλετε.
Η θεραπεία της υποτροπής μιας μετεγχειρητικής κήλης είναι μόνο χειρουργική. Όπου είναι εφικτό, θα πρέπει να χρησιμοποιείται διαφορετική τεχνική σε σχέση με την πρώτη προσπάθεια (ανοικτή ή λαπαροσκοπική). Αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι το νέο χειρουργικό πεδίο (στο δεύτερο χειρουργείο της υποτροπής) είναι «καθαρό» από ουλές, η ανατομία του ξεκάθαρη αφού η πρώτη εγχείρηση έγινε σε άλλο χώρο και η πλαστική αποκατάσταση πιο εύκολη και αποτελεσματική. Δυστυχώς τα επανειλημμένα χειρουργεία αδυνατίζουν και απονευρώνουν τα κοιλιακά τοιχώματα με αποτέλεσμα τα ποσοστά επιτυχίας κάθε νέας προσπάθειας να είναι μικρότερα. Είναι αυτονόητο ότι πάντα τοποθετείται πλέγμα εκ νέου, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη άλλου από το πρώτο χειρουργείο.
Τα τελευταία 25 χρόνια η χρήση και τοποθέτηση πλεγμάτων στη χειρουργική αποκατάσταση όλων των κηλών έχει ελαττώσει σημαντικά των αριθμό των υποτροπών τους (από το 40% στο 5-8% περίπου). Οι συχνότερες αιτίες υποτροπής μιας μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης είναι η χρήση μικρών ή γενικά ακατάλληλων πλεγμάτων, η κακή τεχνική στην καθήλωσή τους με αποτέλεσμα την πρώιμη μετατόπισή τους, η παχυσαρκία, η μη τήρηση του χρονοδιαγράμματος των μετεγχειρητικών οδηγιών από τους ασθενείς και οι μετεγχειρητικές επιπλοκές όπως η μόλυνση ή η αιμορραγία του χειρουργικού τραύματος.