Πολλοί άνθρωποι (συνηθέστερα άντρες) οι οποίοι αθλούνται εντατικά ή είναι επαγγελματίες αθλητές, παραπονούνται για πόνο ή επίμονη ενόχληση στην περιοχή της βουβωνικής περιοχής, χωρίς όμως να έχουν πραγματική βουβωνοκήλη.

Ο πόνος αυτός συχνά αντανακλά στην εσωτερική επιφάνεια του μηρού ή/και στο όσχεο τους και τους εμποδίζει τόσο στις αθλητικές όσο και στις καθημερινές τους δραστηριότητες.

Η κατάσταση αυτή, παρά το ότι δεν αποτελεί πραγματική κήλη (δηλαδή χάσμα στα κοιλιακά μυϊκά τοιχώματα), ονομάζεται «κήλη του αθλητή» (sports hernia) και συχνά αντιμετωπίζεται χειρουργικά.

Συχνές Ερωτήσεις

Η ακριβής αιτιολογία της δεν είναι πλήρως κατανοητή. Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι προκαλείται από μικροτραυματισμούς των μυών και των τενόντων-απονευρώσεων στη βουβωνική περιοχή από την υπερβολική άσκηση. Λόγω της συνεχούς καταπόνησης οι μικροτραυματισμοί αυτοί χρονίζουν και πονούν.
Για να πάσχετε από την «κήλη του αθλητή» θα πρέπει κατ αρχήν να αθλείστε πολύ, συνήθως σε επαγγελματικό επίπεδο. Το βασικό και πολλές φορές μοναδικό σύμπτωμα είναι ο συνεχόμενος πόνος στη δεξιά ή την αριστερή βουβωνική περιοχή, ο οποίος επιδεινώνεται με την άσκηση. Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει κανένα εξόγκωμα ή πρήξιμο στη βουβωνική περιοχή αφού δεν υπάρχει πραγματική οπή στα κοιλιακά μυϊκά τοιχώματα.

Η ακριβής αιτιολογία της δεν είναι πλήρως κατανοητή. Η άποψη που έχει επικρατήσει είναι ότι προκαλείται από μικροτραυματισμούς των μυών και των τενόντων-απονευρώ

Η διάγνωση γίνεται αποκλειστικά και μόνο από το ιατρικό ιστορικό και την κλινική εξέταση. Κατά την διάρκεια αυτής αναγνωρίζεται το επώδυνο σημείο στη βουβωνική περιοχή των ασθενών και αποκλείεται η ύπαρξη πραγματικής βουβωνοκήλης ή κάποιου άλλου τοπικού προβλήματος. Καμία άλλη ακτινολογική, παρακλινική ή αιματολογική εξέταση δεν μπορεί να διαγνώσει τη συγκεκριμένη πάθηση. Αρκετές φορές όμως χρειάζεται να γίνουν κάποιες απεικονιστικές εξετάσεις προκειμένου να αποκλειστεί η ύπαρξη κάποιας άλλης νόσου που θα μπορούσε να προκαλεί όμοια συμπτώματα.

σεων στη βουβωνική περιοχή από την υπερβολική άσκηση. Λόγω της συνεχούς καταπόνησης οι μικροτραυματισμοί αυτοί χρονίζουν και πονούν.

Από τη στιγμή που πρόκειται για μικροτραυματισμούς των μυών και των τενόντων-απονευρώσεων στη βουβωνική περιοχή και όχι για πραγματική κήλη, είναι σαφές πως δεν υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία των ασθενών. Όσο όμως οι ασθενείς εξακολουθούν να γυμνάζονται, τόσο το πρόβλημα παραμένει, προοδευτικά επιδεινώνεται και μειώνονται οι αθλητικές τους επιδόσεις και ικανότητες.
Σε πρώτη φάση, η ανάπαυση και η αποχή από τις αθλητικές δραστηριότητες για 2 εβδομάδες τουλάχιστον, σε συνδυασμό με τη συστηματική λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων είναι η θεραπεία «πρώτης γραμμής» και πρέπει να προηγείται πριν από οποιαδήποτε χειρουργική παρέμβαση. Μια απλή θλάση των προσαγωγών ή του κατώτερου τμήματος των ορθών κοιλιακών ή άλλων μυϊκών ομάδων της περιοχής μπορεί να εμφανιστεί με τα ίδια συμπτώματα και βελτιώνεται γρήγορα και θεαματικά με την συντηρητική αυτή αγωγή. Δε σημαίνει άλλωστε ότι κάθε πόνος στη βουβωνική περιοχή των αθλητών είναι «κήλη του αθλητή». Αν όμως αποτύχει η συντηρητική αγωγή το επόμενο βήμα είναι η χειρουργική θεραπεία που στοχεύει στην ενίσχυση του τραυματισμένου και αδυνατισμένου μυϊκού τοιχώματος της βουβωνικής περιοχής με την τοποθέτηση ενός «πλέγματος».
Η χειρουργική θεραπεία της «κήλης του αθλητή» μπορεί να γίνει είτε με ανοικτή ή με λαπαροσκοπική τεχνική. Στην ανοικτή μέθοδο γίνεται μια τομή (4-6 εκ) στο δέρμα της βουβωνική περιοχής που πάσχει, μέσα από την οποία πραγματοποιείται η συρραφή και η ενίσχυση των τραυματισμένων κοιλιακών τοιχωμάτων (π.χ. της απονεύρωσης του έξω λοξού μυός) με την τοποθέτηση ενός πλέγματος στην εξωτερική μεριά των κοιλιακών τοιχωμάτων. Αντιθέτως, στη λαπαροσκοπική τεχνική, το «ενισχυτικό» πλέγμα τοποθετείται στην εσωτερική επιφάνεια των τραυματισμένων κοιλιακών τοιχωμάτων, δια μέσου μιας τομής 1cm κοντά στον ομφαλό και δύο άλλων μικρότερων. Τόσο στην ανοικτή όσο και στη λαπαροσκοπική μέθοδο υπάρχουν μικρές παραλλαγές στην εγχειρητική τεχνική, ανάλογα με τις προτιμήσεις κάθε χειρουργού, οι οποίες όμως δεν αλλάζουν επί της ουσίας τις βασικές αρχές της πλαστικής αποκατάστασης.
 Η λαπαροσκοπική τεχνική, αν και έχει υψηλότερο κόστος, υπερτερεί σαφώς έναντι της ανοικτής τόσο στον πόνο των πρώτων ημερών ο οποίος είναι κατά πολύ λιγότερος όσο και στο τοπικό μετεγχειρητικό οίδημα το οποίο απουσιάζει εντελώς. Με τη λαπαροσκοπική τεχνική επίσης, ο χρόνος επιστροφής σε πλήρη αθλητική δράση είναι σαφώς μικρότερος.
Ναι, όλοι όσοι πάσχουν από την «κήλη του αθλητή» μπορούν να επιλέξουν τη μέθοδο με την οποία θα χειρουργηθούν. Πιθανή εξαίρεση αποτελούν μόνο οι ασθενείς με προηγούμενα χειρουργεία στην κάτω κοιλιά (σκωληκοειδεκτομή, προστατεκτομή κλπ), τα οποία ενδέχεται να εμποδίζουν την εφαρμογή της λαπαροσκοπικής τεχνικής.
Συνήθως οι ασθενείς που υποφέρουν από «κήλη του αθλητή» επιλέγουν τη λαπαροσκοπική τεχνική λόγω του ότι πονάει λιγότερο σε σχέση με την ανοικτή, επιτρέπει την πιο άμεση επάνοδο στις αθλητικές και τις καθημερινές δραστηριότητες, δεν συνοδεύεται από τοπικό οίδημα και προσφέρει καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα.
Ναι, φυσικά και μπορείτε. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα η μέθοδος εκλογής είναι η λαπαροσκοπική τεχνική γιατί, σε σύγκριση με την ανοικτή, έχει ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο, μικρότερο χρονικό διάστημα νοσηλείας, πιο άμεση επάνοδο στις αθλητικές και τις καθημερινές δραστηριότητες, γρήγορη επιστροφή στην εργασία και εξαιρετικά αισθητικά αποτελέσματα. Ακόμα και στην περίπτωση όμως που δεν είναι εφικτή η εφαρμογή της λαπαροσκοπικής μεθόδου για οποιοδήποτε λόγο, οι δύο «κήλες» σας μπορούν να χειρουργηθούν ταυτόχρονα με την ανοικτή τεχνική, χωρίς κανένα πρόβλημα.
Η λαπαροσκοπική μέθοδος γίνεται μόνο με γενική αναισθησίαΑντίθετα η ανοικτή τεχνική μπορεί να γίνει με γενική ή τοπική αναισθησία. Ο αναισθησιολόγος είναι αρμόδιος να επιλέξει και να ενημερώσει κάθε ασθενή για τις διάφορες τεχνικές αναισθησίας που μπορούν ή που δεν μπορούν (για ιατρικούς ή τεχνικούς λόγους) να χρησιμοποιηθούν σε αυτόν.
Συνήθως η διάρκεια ενός τέτοιου χειρουργείου είτε γίνει λαπαροσκοπικά ή ανοικτά είναι περίπου 30 λεπτά.
Τα «πλέγματα» που χρησιμοποιούνται για τη χειρουργική θεραπεία της «κήλης του αθλητή» είναι τα ίδια με αυτά που χρησιμοποιούνται για τη χειρουργική αποκατάσταση των βουβωνοκηλών. Είναι κομμάτια συνθετικού υλικού σε επίπεδη ή τρισδιάστατη μορφή. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεγμάτων, όλα όμως έχουν παρόμοιες ιδιότητες. Είναι βιοσυμβατά, ελαφριά, με μικρούς πόρους και με μεγάλη αντοχή. Ο βασικός τους ρόλος είναι να αναγνωρίζονται από τον ανθρώπινο οργανισμό ως ξένα σώματα και να προκαλούν τον σχηματισμό μιας ισχυρής εσωτερικής ουλής γύρω τους, η οποία θα ισχυροποιήσει τα τραυματισμένα κοιλιακά τοιχώματα. Τα πλέγματα τοποθετούνται από την εξωτερική ή την εσωτερική επιφάνεια των κοιλιακών τοιχωμάτων ανάλογα με την τεχνική που χρησιμοποιείται (ανοικτή ή λαπαροσκοπική) και στερεώνονται στη θέση τους με διάφορους τρόπους.
Υπάρχουν διάφορα είδη πλεγμάτων που διαφέρουν ως προς τη σύστασή τους, το σχήμα τους, το βάρος τους και την ικανότητα τους να απορροφώνται (βιοδιάσπαση) ή όχι από τον οργανισμό. Έτσι υπάρχουν πλέγματα από πολυπροπυλένιο, πολυεστέρα, τιτάνιο, ePTFE κ.α., πλέγματα επίπεδα, προσχηματισμένα ή τρισδιάστατα, πλέγματα με μικρό ή μεγάλο ειδικό βάρος ανά τετραγωνικό εκατοστό επιφανείας τους και τέλος πλέγματα απορροφήσιμα, ημιαπορροφήσιμα ή πλέγματα που δεν διασπώνται ποτέ. Όμως, παρά τις επί μέρους διαφορές τους, όλα τα πλέγματα έχουν τον ίδιο σκοπό δηλαδή να χρησιμοποιηθούν από τον οργανισμό σαν «σκαλωσιά» πάνω στην οποία θα χτιστεί μια γερή εσωτερική ουλή η οποία θα ισχυροποιήσει τα τραυματισμένα μυϊκά κοιλιακά τοιχώματα.
Μετά από 25 χρόνια εμπειρίας με την τεχνική και την τοποθέτηση πλεγμάτων σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Τα πλέγματα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των βουβωνοκηλών είναι απολύτως ασφαλή για τον οργανισμό σας και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα δεν προκαλεί ούτε άμεσες ούτε απώτερες παρενέργειες ή άλλα προβλήματα υγείας.
Όχι δεν θα καταλαβαίνετε τίποτα απολύτως. Όλα τα πλέγματα άλλωστε είναι πολύ λεπτά, ελαφριά, διάτρητα και εύκαμπτα (σαν ένα κομμάτι από σήτα παραθύρου). Βέβαια, στην ανοικτή κυρίως τεχνική, για τις πρώτες τριάντα ημέρες μετά από το χειρουργείο η περιοχή στην οποία έχει τοποθετηθεί το πλέγμα θα είναι λίγο φουσκωμένη και σκληρή χωρίς όμως να πονάει. Αυτό είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα της άμεσης αντίδρασης του οργανισμού στο «ξένο» σώμα που έχει τοποθετηθεί και αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουμε να πετύχουμε βάζοντας πλέγμα. Μετά από αυτό το διάστημα του ενός μηνός, η περιοχή μαλακώνει, γίνεται εντελώς φυσιολογική και εσείς δε θα καταλαβαίνετε καθόλου την ύπαρξη του πλέγματος.
Οι περισσότεροι ασθενείς αντιμετωπίζονται σε επίπεδο ημερήσιας νοσηλείας, δηλαδή παραμένουν στο νοσοκομείο για λίγες ώρες μετά το χειρουργείο και στη συνέχεια μεταβαίνουν στο σπίτι τους αφού βέβαια πρώτα κινητοποιηθούν. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν αυτό δεν είναι εφικτό για οποιοδήποτε λόγο η νοσηλεία σχεδόν ποτέ δε διαρκεί πάνω από ένα 24ωρο.
Η ενίσχυση των κοιλιακών τοιχωμάτων με πλέγμα αποτελεί μια χειρουργική πράξη ελάχιστης επικινδυνότητας με μηδενική θνησιμότητα και νοσηρότητα που κυμαίνεται γύρω στο 2%. Σπανιότατες επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν μετά από μια τέτοια εγχείρηση είναι η μετεγχειρητική αιμορραγία, η μόλυνση του τραύματος ή/και του πλέγματος, η δημιουργία ορώδους συλλογής στο τραύμα ή το όσχεο και το οίδημα στον σύστοιχο όρχι και την επιδιδυμίδαΟι επιπλοκές αυτές αντιμετωπίζονται συντηρητικά.
Όχι απαραιτήτως. Τα πλέγματα που χρησιμοποιούνται έχουν παραπλήσιες ιδιότητες με τους ανθρώπινους ιστούς και έτσι αν μολυνθούν μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να αποστειρωθούν με χορήγηση αντιβίωσης χωρίς να καθίσταται υποχρεωτική η αφαίρεσή τους. Ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτών θα χρειαστεί να αφαιρεθούν λόγω αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής. Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι τα πλέγματα κινδυνεύουν να μολυνθούν μόνο στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο. Μετά από την πάροδο ενός διμήνου τα πλέγματα ενσωματώνονται στον οργανισμό και δεν επιμολύνονται.
Η πλαστική αποκατάσταση της βουβωνοκήλης με πλέγμα είναι μια εγχείρηση στην οποία δεν εφαρμόζονται δυνάμεις σύγκλεισης στα κοιλιακά τοιχώματα (tension free τεχνική). Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο ο μετεγχειρητικός της πόνος είναι μικρός, εύκολα ανεκτός από τους ασθενείς και αντιμετωπίζεται πολύ αποτελεσματικά με τη χορήγηση ήπιας αναλγησίας από το στόμα για λίγες ημέρες (παρακεταμόλη, αντιφλεγμονώδη). Η λαπαροσκοπική τεχνική έχει σαφώς λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο σε σχέση με την ανοικτή.
Οι λόγοι, κυρίως, είναι δύο. Στη λαπαροσκοπική τεχνική, όχι μόνο δε χρειάζεται να «κλείσει» με ράμματα το χάσμα της κήλης αλλά πολύ περισσότερο δεν τοποθετείται κανένα στηρικτικό ράμμα στο πλέγμα το οποίο σταθεροποιείται στη θέση του απλά και μόνο με την πίεση που του ασκούν εκ των έσω, τα κοιλιακά σπλάχνα. Για το λόγο αυτό η λαπαροσκοπική θεωρείται και είναι η μοναδική πλήρως “tension free and suture free” τεχνική. Ο δεύτερος λόγος είναι πως στην ανοικτή μέθοδο, για να τοποθετηθεί το πλέγμα στη σωστή του θέση, πρέπει να κοπούν διάφορα στρώματα του κοιλιακού τοιχώματος, τα οποία βέβαια στη συνέχεια συρράβονται. Κάτι τέτοιο στη λαπαροσκοπική τεχνική δε χρειάζεται να γίνει με αποτέλεσμα να είναι πολύ λιγότερο τραυματική μέθοδος.
Λίγες μόνο ώρες μετά το χειρουργείο θα κινητοποιηθείτε πλήρως. Αν έχετε πάρει γενική αναισθησία θα είστε σε θέση να πιείτε νερό ή τσάι με φρυγανιές σε 3-4 ώρες μετά την επέμβαση ενώ στις 6 ώρες μπορείτε να πάρετε ένα ελαφρύ γεύμα. Αν έχετε κάνει την επέμβαση με άλλου είδους αναισθησία γευματίζετε άμεσα. Αν δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι δε χρειάζεται να πάρετε αντιβίωση. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι σε θέση να λάβουν εξιτήριο την ίδια μέρα του χειρουργείου. Από την πρώτη κιόλας ημέρα μετά την επέμβαση μπορείτε να περπατάτε όσο θέλετε, να ανεβαίνετε σκάλες και γενικά αυτοεξυπηρετείσθε πλήρως ενώ η δίαιτά σας είναι ελεύθερη. Την δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα κάνετε μπάνιο ελεύθερα και μπορεί να πέσει άφοβα νερό και σαπούνι στο τραύμα το οποίο στη συνέχεια απλώς σκεπάζετε με μια γάζα. Τα ράμματα (αν υπάρχουν) κόβονται στις 8 ημέρες. Μέχρι τότε καλό είναι να μην οδηγήσετε γιατί, παρότι θα είστε σε θέση να το κάνετε, ενδέχεται να προκύψουν νομικά προβλήματα αποζημίωσης σε περίπτωση ατυχήματος.
Λίγες μόνο ώρες μετά το χειρουργείο θα κινητοποιηθείτε πλήρως. Αν έχετε πάρει γενική αναισθησία θα είστε σε θέση να πιείτε νερό ή τσάι με φρυγανιές σε 3-4 ώρες μετά την επέμβαση ενώ στις 6 ώρες μπορείτε να πάρετε ένα ελαφρύ γεύμα. Αν έχετε κάνει την επέμβαση με άλλου είδους αναισθησία γευματίζετε άμεσα. Αν δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι δε χρειάζεται να πάρετε αντιβίωση. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι σε θέση να λάβουν εξιτήριο την ίδια μέρα του χειρουργείου. Από την πρώτη κιόλας ημέρα μετά την επέμβαση μπορείτε να περπατάτε όσο θέλετε, να ανεβαίνετε σκάλες και γενικά αυτοεξυπηρετείσθε πλήρως ενώ η δίαιτά σας είναι ελεύθερη. Την δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα κάνετε μπάνιο ελεύθερα και μπορεί να πέσει άφοβα νερό και σαπούνι στο τραύμα το οποίο στη συνέχεια απλώς σκεπάζετε με μια γάζα. Τα ράμματα (αν υπάρχουν) κόβονται στις 8 ημέρες. Μέχρι τότε καλό είναι να μην οδηγήσετε γιατί, παρότι θα είστε σε θέση να το κάνετε, ενδέχεται να προκύψουν νομικά προβλήματα αποζημίωσης σε περίπτωση ατυχήματος.
Σε λιγότερο από μία εβδομάδα μπορείτε να βρεθείτε ερωτικά με την/τον σύντροφό σας, προσέχοντας βέβαια να μην υποβάλλετε το σώμα σας σε μεγάλη καταπόνηση. Μετά από 4 εβδομάδες μπορείτε άφοβα να το υποβάλλετε.