Συχνές ερωτήσεις
Στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών (>98%) η νόσος αναπτύσσεται πάνω σε προϋπάρχοντες πολύποδες του παχέος εντέρου. Πολύ λίγοι ασθενείς θα νοσήσουν από τις κληρονομούμενες μορφές της νόσου (με παρουσία ή όχι πολυπόδων) ενώ αυξημένο κίνδυνο παρουσιάζουν και οι ασθενείς που πάσχουν από ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (νόσος Crohn, ελκώδης κολίτιδα).
Οι πολύποδες του παχέος εντέρου είναι καλοήθεις όγκοι του βλεννογόνου του, δηλαδή του εσωτερικού του τοιχώματος. Το μέγεθός τους ποικίλει από λίγα χιλιοστά μέχρι και αρκετά εκατοστά. Οι πολύποδες συνήθως δεν προκαλούν κανένα σύμπτωμα. Υπάρχουν πολλοί τύποι πολυπόδων αλλά οι συχνότεροι είναι οι αδενωματώδεις (ή αδενώματα) που αποτελούν και προκαρκινικές βλάβες. Αυτό σημαίνει ότι με την πάροδο των ετών αλλοιώνονται προοδευτικά τα κύτταρά τους και εξαλλάσσονται σε αδενοκαρκινώματα. Σχεδόν όλοι οι πολύποδες μπορούν να αφαιρεθούν ενδοσκοπικά κατά τη διάρκεια μιας κολονοσκόπησης (εξαίρεση αποτελούν οι πολύ μεγάλοι σε μέγεθος και αυτοί με φαρδιά βάση). Η ενδοσκοπική αφαίρεση των πολυπόδων πριν αυτοί εξαλλαχθούν σε καρκίνο και ο τακτικός ενδοσκοπικός έλεγχος, εξαφανίζει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου.
Αρκετοί ασθενείς δε θα έχουν κανένα απολύτως σύμπτωμα, θα αισθάνονται υγιείς και οι κενώσεις τους μπορεί και να είναι φυσιολογικές ακόμα και σε προχωρημένα στάδια της νόσου. Κάποιοι άλλοι θα παρατηρήσουν αίμα στα κόπρανά τους ή διαταραχές στις κενώσεις τους με εναλλαγές διάρροιας και δυσκοιλιότητας. Ένα ποσοστό θα διαγνωσθεί με τη νόσο επειδή θα υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις για τη διερεύνηση αναιμίας. Τέλος, η νόσος μπορεί να πρωτοεμφανιστεί με κλινική εικόνα ειλεού, δηλαδή με πλήρη απόφραξη του αυλού του εντέρου. Αυτό αποτελεί επείγουσα κατάσταση και απαιτεί άμεση αντιμετώπιση.
Οι περισσότεροι ασθενείς με καρκίνο στο παχύ έντερο δεν έχουν ανάλογο οικογενειακό ιστορικό. Υπάρχουν παρόλα αυτά κάποιες πολύ σπάνιες κληρονομούμενες μορφές καρκίνου όπως το σύνδρομο οικογενούς πολυποδίασης και ο οικογενής μη πολυποδιασικός καρκίνος του παχέος εντέρου που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά με συγκεκριμένα γονίδια που έχουν ταυτοποιηθεί. Επίσης όσοι έχουν περισσότερους από έναν συγγενή πρώτου βαθμού που έχει νοσήσει από κολοπρωκτικό καρκίνο σε ηλικία κάτω των 50 ετών, εμφανίζουν μια αυξημένη αλλά σχετικά ασαφή κληρονομική επιβάρυνση και οφείλουν να υποβάλλονται σε προληπτικούς ενδοσκοπικούς ελέγχους από νεαρή ηλικία.
Η οριστική διάγνωση γίνεται με την κολονοσκόπηση. Είναι μια ενδοσκοπική εξέταση με την οποία, υπό άμεση όραση και μεγέθυνση, ελέγχεται λεπτομερώς όλο το παχύ έντερο. Με την κολονοσκόπηση αναδεικνύονται όλες οι καλοήθες και οι κακοήθεις παθήσεις του παχέος εντέρου και ταυτόχρονα μπορούν εύκολα να αφαιρούνται πολύποδες και να λαμβάνονται βιοψίες. Οι όγκοι στο κατώτερο τμήμα του παχέος εντέρου μπορεί να ψηλαφηθούν με τη δακτυλική εξέταση αλλά και πάλι θα χρειαστεί διαγνωστική ενδοσκοπική επιβεβαίωση.
Βασική οδηγία όλων των γαστρεντερολογικών επιστημονικών εταιριών σχετικά με την πρόληψη της νόσου είναι πως όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως θα πρέπει να υποβάλλονται σε κολονοσκόπηση μετά το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους. Αυτή είναι η μόνη εξέταση που προλαμβάνει την εμφάνιση της νόσου αναγνωρίζοντας και αφαιρώντας εγκαίρως όλους τους πολύποδες που τυχόν θα βρεθούν.
Για τη σταδιοποίηση των ασθενών με καρκίνο στο παχύ έντερο λαμβάνονται υπ όψη τρείς παράγοντες. Το βάθος διήθησης του τοιχώματος του εντέρου από τον καρκίνο, η παρουσία καρκινικών κυττάρων στους γειτονικούς λεμφαδένες και η ύπαρξη ή όχι απομεμακρυσμένων μεταστάσεων στο συκώτι ή στους πνεύμονες. Υπάρχουν αρκετά συστήματα σταδιοποίησης. Το πιο κατανοητό για τους ασθενείς και τους οικείους τους είναι η σταδιοποίηση της νόσου κατά Duke’ s. Σύμφωνα μ’ αυτήν οι ασθενείς κατατάσσονται σε τέσσερα στάδια (A-D). Στα δύο πρώτα (Α και Β) περιλαμβάνονται οι ασθενείς που η νόσος τους είναι εντοπισμένη στο τοίχωμα του εντέρου και δεν έχει «προχωρήσει» σε λεμφαδένες ή σε άλλα όργανα. Στο τρίτο στάδιο (C) ανήκουν οι ασθενείς που έχουν διηθημένους λεμφαδένες χωρίς όμως μακρινές μεταστάσεις ενώ οι ασθενείς με μεταστάσεις στο ήπαρ ή στον πνεύμονα κατατάσσονται στο τέταρτο στάδιο (D). Όπως είναι αναμενόμενο η συνολική θεραπεία αλλά και η πρόγνωση της νόσου εξαρτάται άμεσα από το στάδιό της.
Η μοναδική ριζική θεραπεία της νόσου είναι η κολεκτομή δηλαδή η χειρουργική αφαίρεση του τμήματος του παχέος εντέρου που περιλαμβάνει τον καρκίνο μαζί με όλους τους λεμφαδένες του. Μετά από το χειρουργείο μπορεί να χορηγηθεί συμπληρωματική χημειοθεραπεία ανάλογα με το στάδιο της νόσου. Όταν η νόσος εντοπίζεται στο τελευταίο κομμάτι του παχέος εντέρου κοντά στον πρωκτό, σημαντικό θεραπευτικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει και η εξωτερική ακτινοβόληση της περιοχής, ιδανικά, πριν από το χειρουργείο.
Οι ασθενείς που, μετά από κολονοσκόπηση και ιστολογική επιβεβαίωση, έχουν διαγνωσθεί να πάσχουν από καρκίνο παχέος εντέρου πρέπει οπωσδήποτε πριν από το χειρουργείο να υποβάλλονται σε αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας. Με αυτή λαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος του όγκου και την ύπαρξη μεγάλων λεμφαδενικών blocks ή ηπατικών μεταστάσεων. Όταν ο καρκίνος εντοπίζεται στο τελευταίο κομμάτι του παχέος εντέρου κοντά στον πρωκτό (ορθό) χρειάζεται να γίνει συμπληρωματικά και μαγνητική τομογραφία πυέλου ώστε να ελεγχθεί με ακρίβεια το βάθος διήθησης του εντερικού τοιχώματος και να ξεκαθαριστεί η αναγκαιότητα της προεγχειρητικής ακτινοβολίας. Κάποιοι ασθενείς μπορεί να χρειασθούν και αξονική τομογραφία θώρακα. Όλοι τέλος, υποβάλλονται στον πλήρη τυπικό προεγχειρητικό έλεγχο με αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις, ακτινογραφία θώρακα και ηλεκτροκαρδιογράφημα με καρδιολογική εξέταση.
Ένας στους τέσσερεις ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου θα έχει μεταστάσεις στο συκώτι του όταν πρωτοδιαγνωσθεί (σύγχρονες ηπατικές μεταστάσεις). Οι ασθενείς αυτοί πρέπει εξ αρχής να εκτιμηθούν από ομάδα χειρουργών και ογκολόγων οι οποίοι θα μελετήσουν τη θέση του όγκου στο παχύ έντερο, τον αριθμό και τη θέση των μεταστάσεων στο συκώτι και την ύπαρξη πιθανών μεταστατικών εστιών σε άλλα σημεία του σώματος. Ανάλογα με αυτά τα δεδομένα συναποφασίζεται και χαράζεται η θεραπευτική στρατηγική που πρέπει να εφαρμοστεί και η οποία μπορεί να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή. Η παρουσία ηπατικών μεταστάσεων ΔΕΝ αποτελεί αντένδειξη για χειρουργική θεραπεία, αρκεί αυτή να εφαρμόζεται όταν και όπου πρέπει με βάση τις αποφάσεις του ογκολογικού συμβουλίου. Η παρουσία ηπατικών μεταστάσεων ΔΕΝ αποκλείει ούτε τη μακροχρόνια επιβίωση ούτε την ίαση των ασθενών.
Οι βασικές αρχές της ογκολογικής χειρουργικής στον καρκίνο του παχέος εντέρου είναι η εξαίρεση ικανού μήκους υγιούς εντέρου εκατέρωθεν του όγκου και η συναφαίρεση όλων των λεμφαδένων του εντερικού τμήματος που αφαιρείται. Αυτό επιτυγχάνεται με την «υψηλή απολίνωση» των τροφοφόρων αγγείων του (αρτηριών και φλεβών). Όλα αυτά τα ανατομικά στοιχεία πρέπει να αφαιρούνται en block δηλαδή μαζί, ως ένα κομμάτι χωρίς να διασπάται η ανατομική τους συνέχεια και να περιβάλλονται από ακέραιες επιφάνειες περιτοναίου. Η ποιότητα του «χειρουργικού παρασκευάσματος» πρέπει να εκτιμάται τόσο μέσα στο χειρουργείο όσο, κυρίως, και στην παθολογο-ανατομική έκθεση (ιστολογική απάντηση).
Η βασικότερη παράμετρος για την μακροχρόνια επιβίωση των ασθενών είναι η ποιότητα της ογκολογικής χειρουργικής. Αν αυτή μπορεί να διασφαλιστεί και με τις δύο τεχνικές εξίσου, τότε από κοινού, ο χειρουργός και ο ασθενής, καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στις δύο τεχνικές. Από τα μέχρι σήμερα συγκριτικά αποτελέσματα στη διεθνή βιβλιογραφία γνωρίζουμε πως καμία από τις δύο τεχνικές δεν υπερτερεί ως προς τη συνολική επιβίωση και την πιθανότητα εμφάνισης τοπικής υποτροπής ή μακρινών μεταστάσεων. Η λαπαροσκοπική κολεκτομή έχει μεγαλύτερο κόστος αλλά συνοδεύεται από μικρότερα ποσοστά μόλυνσης του χειρουργικού τραύματος καθώς και καλύτερα αποτελέσματα ως προς τον μετεγχειρητικό πόνο.
Η «προετοιμασία» του παχέος εντέρου γινόταν παλαιότερα με πόσιμα υπακτικά διαλύματα ή χορήγηση ειδικής αντιβιοτικής αγωγής από το στόμα. Σήμερα δεν εφαρμόζεται πια γιατί τα θεωρητικά πλεονεκτήματά της δεν επιβεβαιώθηκαν σε αρκετές μεγάλες, διεθνείς κλινικές μελέτες. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι ασθενείς με καρκίνο στο ορθό δηλαδή στο τελευταίο κομμάτι του παχέος εντέρου κοντά στον πρωκτό. Οι ασθενείς αυτοί θα κάνουν κανονική προετοιμασία με υπακτικά διαλύματα την προηγούμενη ημέρα του χειρουργείου.
Για τις εγχειρήσεις του παχέος εντέρου εφαρμόζεται συνδυασμός γενικής και επισκληριδίου αναισθησίας. Η επισκληρίδιος είναι πολύ αποτελεσματική στον έλεγχο του πόνου μετά από το χειρουργείο μέσω της απευθείας χορήγησης αναλγησίας δια του επισκληρίδιου καθετήρα. Είναι επίσης βασικό θεραπευτικό εργαλείο για την αποτελεσματική εφαρμογή προγραμμάτων ανάρρωσης fast track (βλ. αλλού). Οι ασθενείς στους οποίους έχει τοποθετηθεί και επισκληρίδιος καθετήρας κινητοποιούνται πιο γρήγορα, σιτίζονται συντομότερα και πονούν σαφώς λιγότερο.
Συνήθως η διάρκεια μιας κολεκτομής είναι 2-3 ώρες ανάλογα με τη θέση του όγκου στο παχύ έντερο, τη σωματική διάπλαση των ασθενών και το ιστορικό προηγούμενων χειρουργείων στην κοιλιά. Φυσικά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν το συνολικό χειρουργικό χρόνο με αποτέλεσμα αυτός να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή.
Κατά τη διάρκεια του χειρουργείου τοποθετούνται σε όλους τους ασθενείς διάφοροι καθετήρες οι οποίοι έχουν μεγάλη θεραπευτική σημασία. Όταν λοιπόν βρεθείτε στο δωμάτιο σας μετά το χειρουργείο θα παρατηρήσετε ότι θα έχετε: έναν ουροκαθετήρα για τη συλλογή των ούρων, ένα σωληνάκι στη μύτη το οποίο παροχετεύει το στομάχι, μία παροχέτευση κοιλίας, δηλαδή ένα λεπτό σωληνάκι που βγαίνει από κάποιο σημείο της κοιλιάς, μια επισκληρίδια αντλία η οποία θα είναι στερεωμένη στον ώμο σας και με ένα λεπτό καθετηράκι θα επικοινωνεί με τη σπονδυλικής σας στήλης και ένα μεγάλο φλεβοκαθετήρα δια μέσου του οποίου θα σας χορηγούνται όλα τα απαραίτητα υγρά και φάρμακα. Για τις πρώτες 24 ώρες όσο είστε ξαπλωμένος θα σας χορηγείται επίσης οξυγόνο στα ρουθούνια σας. Όλοι αυτοί οι καθετήρες θα τοποθετηθούν στο χειρουργείο αφού κοιμηθείτε, έτσι ώστε να μην καταλάβετε το παραμικρό. Ο ρινογαστρικός καθετήρας θα αφαιρεθεί μέσα στο πρώτο 24ωρο, ο ουροκαθετήρας στο δεύτερο, την τρίτη ημέρα θα βγει ο επισκληρίδιος καθετήρας, την τέταρτη με πέμπτη ημέρα αφαιρείται η παροχέτευση κοιλίας, ενώ ο φλεβοκαθετήρας αφαιρείται τελευταίος λίγο πριν την έξοδό σας από το νοσοκομείο. Η αφαίρεση όλων των καθετήρων είναι εντελώς ανώδυνη.
Η πλειοψηφία των ασθενών δεν θα έχουν «παρά φύση έδρα» μετά το χειρουργείο. Οι εξαιρέσεις σ’ αυτό τον κανόνα είναι τρεις:
- Στην περίπτωση που ο όγκος βρίσκεται πολύ κοντά στον πρωκτό και απέχει λιγότερο από 2cm από το σφιγκτήρα τότε για ογκολογικούς λόγους θα χρειαστεί να αφαιρεθεί όλος ο πρωκτός μαζί με τον όγκο και να πραγματοποιηθεί «παρά φύση έδρα» η οποία θα είναι μόνιμη.
- Στην περίπτωση που ο όγκος βρίσκεται στο ορθό και απέχει 5-15cm από το σφιγκτήρα τότε, ναι μεν δε χρειάζεται να αφαιρεθεί ο πρωκτός αλλά η αναστόμωση που θα γίνει θα έχει υψηλό κίνδυνο να μη λειτουργήσει σωστά. Για το λόγο αυτό συνήθως γίνεται «παρά φύση έδρα» ώστε να επουλωθεί η αναστόμωση χωρίς προβλήματα. Σ’ αυτή την περίπτωση η κολοστομία είναι προσωρινή, διατηρείται για 4-6 εβδομάδες και στη συνέχεια κλείνει ώστε οι ασθενείς να ενεργούνται και πάλι δια της φυσιολογικής οδού.
- Στις περιπτώσεις των ασθενών που χειρουργούνται επειγόντως (λόγω π.χ. ειλεού, αιμορραγίας ή περιτονίτιδας) και πάλι συνήθως χρειάζεται προσωρινή «παρά φύση έδρα» ώστε να επουλωθεί η αναστόμωση χωρίς προβλήματα.
Η προστατευτική ειλεοστομία είναι ένα είδος «παρά φύσιν έδρας» όπως λεγόταν παλαιότερα, η οποία δημιουργείται στο χειρουργείο, διατηρείται για ένα μικρό χρονικό διάστημα 4-6 εβδομάδων και στη συνέχεια καταργείται/κλείνει, και πάλι χειρουργικά. Ο όρος «στομία» σημαίνει ότι ένα τμήμα του εντερικού σωλήνα ανοίγεται και ράβεται στο δέρμα της κοιλιάς, συνήθως κοντά στον ομφαλό. Στους ασθενείς με «στομία» οι κενώσεις του εντέρου γίνονται από εκείνο το καθηλωμένο σημείο στην κοιλιά και όχι δια μέσου της φυσιολογικής οδού. Το αποβαλλόμενο εντερικό περιεχόμενο συλλέγεται σε ειδικούς αυτοκόλλητους σάκους κολοστομίας οι οποίοι αλλάζουν πολύ εύκολα από τους ίδιους τους ασθενείς 1-2 φορές ημερησίως. Υπάρχει μια ολόκληρη ιατρική βιομηχανία που υποστηρίζει πλήρως τους ασθενείς με «στομίες», παρέχοντας όλη τη γκάμα των υλικών που χρειάζονται. Εξειδικευμένο νοσηλευτικό προσωπικό αναλαμβάνει την ενημέρωση και την εκπαίδευσή τους. Όλα τα υλικά και οι υπηρεσίες καλύπτονται πλήρως από όλα τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι ογκολογικές επεμβάσεις του παχέος εντέρου θεωρούνται χειρουργεία μεγάλης βαρύτητας. Ως εκ τούτου μετεγχειρητικές επιπλοκές εμφανίζονται σχετικά συχνά σε ποσοστό 10-20% των ασθενών. Οι περισσότερες είναι ήπιες και αντιμετωπίζονται εύκολα με κατάλληλη συντηρητική αγωγή όπως ο πυρετός, η μόλυνση του χειρουργικού τραύματος, ο προσωρινός παραλυτικός ειλεός, αναπνευστικά προβλήματα κλπ. Αντιθέτως οι σοβαρότερες επιπλοκές που εμφανίζονται σε ποσοστά μικρότερα του 4% είναι η μετεγχειρητική αιμορραγία και η ρήξη ή διαφυγή από την χειρουργική αναστόμωση του εντέρου. Παρουσιάζονται συνήθως αιφνίδια, αποτελούν επείγουσες χειρουργικές καταστάσεις, η θεραπεία τους μπορεί να είναι περίπλοκή και χρονοβόρος και συχνά κρίνεται αναγκαία η επανεπέμβαση του ασθενούς για την οριστική επίλυσή τους.
Η μέση διάρκεια νοσηλείας των ασθενών που χειρουργούνται για καρκίνο παχέος εντέρου είναι 5-7 ημέρες ανάλογα με τη χειρουργική τεχνική που θα χρησιμοποιηθεί (ανοικτή ή λαπαροσκοπική), τη θέση του όγκου στο παχύ έντερο, την εμφάνιση επιπλοκών κλπ.
Το πρωί της ημέρας του χειρουργείου θα σας χορηγηθεί η πρώτη δόση της προφυλακτικής αντιβίωσης (συνήθως κεφαλοσπορίνη 2ης γενεάς και μετρονιδαζόλη). Συνολικά σε όλη τη νοσηλεία σας θα σας χορηγηθούν τρεις τέτοιες δόσεις και μετά η αντιβίωση διακόπτεται εκτός αν το χειρουργείο είναι πολύωρο, χρειαστεί να γίνει μετάγγιση αίματος ή όταν συνυπάρχουν σοβαρά χρόνια προβλήματα υγείας οπότε η διάρκεια της προφυλακτικής αντιβιοτικής θεραπείας θα παραταθεί για περισσότερες ημέρες. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας σας θα σας χορηγηθεί επίσης γαστροπροστασία, αντιεμετική αγωγή, προφυλακτική αντιθρομβωτική αγωγή και φυσικά συνδυασμός ισχυρών αναλγητικών φαρμάκων. Αν έχετε επισκληρίδιο καθετήρα η βασική αναλγησία θα χορηγείται μέσω αυτού για τις πρώτες τρεις ημέρες. Τέλος, αν λαμβάνετε αγωγή για χρόνια προβλήματα υγείας (καρδιολογικά, αναπνευστικά, ΣΔ, κλπ) η θεραπεία αυτή θα συνεχιστεί για όλο το χρονικό διάστημα της νοσηλείας σας, θα αλλάξει όμως ο τρόπος χορήγησης μέχρι να είστε σε θέση να σιτίζεστε κανονικά.
Την ίδια την ημέρα του χειρουργείου θα γίνει προσπάθεια να κινητοποιηθείτε, έστω και μερικώς. Σίγουρα όμως θα κινητοποιηθείτε πλήρως μέσα στο πρώτο μετεγχειρητικό 24ωρο. Τη δεύτερη ημέρα θα είστε σε θέση να σηκώνεστε μόνοι σας από το κρεβάτι και να περπατάτε στο δωμάτιο ή/και το διάδρομο. Από τη δεύτερη κιόλας ημέρα θα αρχίσετε επίσης να πίνετε νερό, τσάι και φρυγανιές, ενώ η δίαιτά σας καθημερινά θα εμπλουτίζεται ούτως ώστε από την 4-5 ημέρα να σιτισθείτε ελεύθερα. Τα ράμματα κόβονται στις 8-10 ημέρες. Μέχρι τότε καλό είναι να μην οδηγήσετε γιατί, ακόμα και αν είστε σε θέση να το κάνετε, ενδέχεται να προκύψουν νομικά προβλήματα αποζημίωσης σε περίπτωση ατυχήματος. Αν κάνετε δουλειά γραφείου ή άλλη που δεν απαιτεί σωματική καταπόνηση ή στην οποία δε σηκώνετε βάρη, μπορείτε να επανέλθετε σ’ αυτήν σε 15-20 ημέρες μετά το χειρουργείο. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να απέχετε από την εργασία σας για τουλάχιστον ένα μήνα. Στις τέσσερεις εβδομάδες μπορείτε να ξεκινήσετε κάποιο ελαφρύ πρόγραμμα γυμναστικής χωρίς βάρη ενώ μπορείτε να μπείτε σε πλήρες πρόγραμμα στις 6-7 εβδομάδες Τέλος, για τις πρώτες 6 εβδομάδες μετεγχειρητικά δεν πρέπει να σηκώνετε πάνω από 5-7 κιλά. Μετά από αυτό το διάστημα μπορείτε να σηκώσετε ότι θέλετε.
Η απάντηση της ιστολογικής εξέτασης δίνεται 7-10 ημέρες μετά το χειρουργείο. Η σωστή παθολογοανατομική εξέταση έχει τεράστια σημασία γιατί όχι μόνο θα κρίνει την ποιότητα του χειρουργείου αλλά και θα καθορίσει την ανάγκη ή όχι χορήγησης συμπληρωματικής χημειοθεραπείας. Πιο συγκεκριμένα θα μας δώσει μεταξύ άλλων πολλές και χρήσιμες πληροφορίες για το βάθος διήθησης του όγκου στο εντερικό τοίχωμα, τον αριθμό των εξαιρεθέντων λεμφαδένων και την ύπαρξη μεταστατικών εστιών σ’ αυτούς, για την ακεραιότητα όλων των ανατομικών δομών που αφαιρέθηκαν, για το είδος και το βαθμό διαφοροποίησης των κυττάρων του όγκου, καθώς και για την απόσταση του όγκου από τα όρια εκτομής.
Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει η προσέγγισή μας ως προς τη μετεγχειρητική αποκατάσταση των ασθενών που υποβάλλονται σε ογκολογικά χειρουργεία. Όπως και στην οικονομία έτσι και στη χειρουργική εφαρμόζουμε ασφαλή προγράμματα αποθεραπείας «fast track» τα οποία μειώνουν την πιθανότητα των μετεγχειρητικών επιπλοκών και κυρίως γίνονται πολύ πιο εύκολα αποδεκτά από τους ασθενείς. Στο προγράμματα αυτά συμπεριλαμβάνονται προεγχειρητικές και κυρίως μετεγχειρητικές ιατρικές πράξεις και οδηγίες που έχουν σαν βασικούς άξονες την άμεση κινητοποίηση των ασθενών, την γρήγορη σίτισή τους από το πρώτο κιόλας 24ωρο και την όσο το δυνατόν ταχύτερη αφαίρεση όλων των καθετήρων και παροχετεύσεων.
Δε θα αλλάξει σε τίποτα η διατροφή σας μετά από το χειρουργείο. Για τις πρώτες δύο εβδομάδες θα πρέπει να αποφεύγετε τα χόρτα και τα όσπρια τα οποία στη συνέχεια θα μπορείτε να τρώτε άφοβα. Καλό θα ήταν επίσης για τον πρώτο μήνα να εμπλουτίσετε τη δίαιτά σας με πρωτεΐνες. Κατά τα άλλα ότι τρώγατε πριν το χειρουργείο, θα τρώτε και μετά.
Ο ρόλος του παχέος εντέρου είναι να απορροφά το νερό αφυδατώνοντας τα κόπρανα και να εξισορροπεί τη συγκέντρωση των ηλεκτρολυτών στον οργανισμό. Η αφαίρεση ενός τμήματός του μπορεί να επιφέρει αρχικά κάποιες αλλαγές και ως προς τον ρυθμό των κενώσεων και ως προς τη ρευστότητα των κοπράνων. Σύντομα όμως θα υπάρξει προσαρμογή του οργανισμού σας και θα αποκατασταθούν σχεδόν πλήρως οι προηγούμενες φυσιολογικές συνήθειες του εντέρου σας.
Μετά από τις πρώτες τρεις εβδομάδες θα είστε ένας απολύτως φυσιολογικός άνθρωπος, δεν θα χρειάζεται να παίρνετε προφυλάξεις και δεν θα έχετε καμία διατροφική ή άλλου είδους οδηγία ή ιδιαιτερότητα. Η ζωή σας σιγά σιγά θα επανέλθει στους φυσιολογικούς της ρυθμούς και εσείς δεν θα χρειαστεί να αλλάξετε τίποτα από αυτά που κάνατε πριν χειρουργηθείτε. Στην αρχή σίγουρα θα σας λείπει λίγη ενέργεια αλλά γρήγορα όλα θα γίνουν όπως πριν.
Όχι, δεν χρειάζονται συμπληρωματική χημειοθεραπεία όλοι οι ασθενείς. Αυτό εξαρτάται κυρίως από το στάδιο που βρίσκεται η νόσος σας. Συνήθως οι ασθενείς που ανήκουν στα στάδια A και Β κατά Dukes δεν χρειάζεται να λάβουν συμπληρωματική χημειοθεραπεία σε αντίθεση με αυτούς που βρίσκονται στο στάδιο C. Η απάντηση βέβαια δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρη και εξατομικεύεται για κάθε ασθενή αφού ληφθούν υπ’ όψιν και άλλοι παράγοντες όπως η ηλικία, η ύπαρξη μικροσκοπικής διήθησης φλεβιδίων, λεμφαγγείων ή μικρών νεύρων, η παρουσία ελεύθερων καρκινικών εστιών στο λίπος του εντέρου, το μέγεθος του όγκου και η πιθανή διήθηση γειτονικών οργάνων από τον όγκο. Έχει σημασία τέλος και ο τρόπος εμφάνισης της νόσου αν δηλαδή ο όγκος έφραζε πλήρως τον αυλό δημιουργώντας εικόνα ειλεού. Με βάση όλα τα ανωτέρω, η απόφαση για συμπληρωματική χημειοθεραπεία λαμβάνεται από το ογκολογικό συμβούλιο στο οποίο συμμετέχουν χειρουργοί, ογκολόγοι, παθολογοανατόμοι, ακτινολόγοι και ακτινοθεραπευτές.
Όλοι οι ασθενείς που έχουν χειρουργηθεί για καρκίνο στο παχύ έντερο εντάσσονται σε ένα αυστηρό πρόγραμμα ιατρικής παρακολούθησης (follow up) το οποίο συνήθως διαρκεί πέντε χρόνια. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος αυτού θα υποβάλλεσθε σε αιματολογικό, βιοχημικό και λεπτομερή απεικονιστικό έλεγχο ανά εξάμηνο για τα πρώτα δύο χρόνια και ανά έτος μετά. Τακτικός θα είναι και ο ενδοσκοπικός έλεγχος (κολονοσκόπηση) τον οποίο θα κάνετε με βάση τα ευρήματα κάθε εξέτασης. Μετά την πενταετία οι περισσότεροι ασθενείς βγαίνουν από το πρόγραμμα.