Συχνές Ερωτήσεις
Κατά την εμβρυική ζωή δια μέσου του ομφαλού του εμβρύου διέρχονται μεγάλα αιμοφόρα αγγεία τα οποία του εξασφαλίζουν το οξυγόνο και τις απαραίτητες θρεπτικές ουσίες από τη μητέρα του (ο γνωστός ομφάλιος λώρος). Αμέσως μετά τη γέννησή μας η οπή του ομφαλού κλείνει αυτόματα, αλλά το σημείο αυτό παραμένει για πάντα αδύναμο σε σχέση με το υπόλοιπο κοιλιακό τοίχωμα γι αυτό και αποτελεί συχνή θέση εμφάνισης κήλης. Δεν είναι αποσαφηνισμένο το γιατί κάποιοι άνθρωποι θα εμφανίσουν ομφαλοκήλη σε αντίθεση με κάποιους άλλους. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης της πάθησης αυτής, όπως είναι η κληρονομικότητα, η ενασχόληση με βαριές χειρωνακτικές εργασίες που σχετίζονται κυρίως με ανύψωση βαρών, η παχυσαρκία, οι πολλαπλές εγκυμοσύνες, η παραγωγή «κακής ποιότητας» (ανώριμου) κολλαγόνου από τον οργανισμό κάποιων ανθρώπων αλλά και άλλοι σπανιότεροι. Ομφαλοκήλη βεβαίως μπορεί κάλλιστα να εμφανισθεί και σε άτομα που δεν επιβαρύνονται με κανέναν από τους προαναφερθέντες παράγοντες.
Οι περισσότεροι άνθρωποι με βουβωνοκήλη παρατηρούν ένα ελαφρύ πρήξιμο ή εξόγκωμα στο κάτω μέρος της κοιλιάς από τη δεξιά ή την αριστερή μεριά. Όταν ξαπλώνουν το πρήξιμο αυτό εξαφανίζεται. Κάποιοι ασθενείς δεν πονούν καθόλου ενώ άλλοι μπορεί να αισθάνονται πόνο ή κάψιμο στο δέρμα της περιοχής, στο όσχεο και τους όρχεις (στους άντρες) ή στην έσω επιφάνεια του μηρού. Πολλοί ασθενείς αν μείνουν για ώρα όρθιοι ή κουραστούν αναγκάζονται να καθίσουν ή να ξαπλώσουν και μόνοι τους να «ανατάξουν» την κήλη τους πιέζοντάς την ελαφρά προς την κοιλιά.
Η διάγνωση της ομφαλοκήλης γίνεται εύκολα μόνο με την κλινική εξέταση από το γιατρό χωρίς να είναι απαραίτητη καμία άλλη αιματολογική ή ακτινολογική εξέταση. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που η διάγνωση δεν είναι ξεκάθαρη η καλύτερη διαγνωστική εξέταση είναι η αξονική τομογραφία.
Μια ομφαλοκήλη, εκτός από τις καθημερινές ήπιες ενοχλήσεις και τα αισθητικά προβλήματα που μπορεί να προκαλεί στους ασθενείς, εγκυμονεί το σοβαρό κίνδυνο της περίσφιξης. Αυτή η επείγουσα κατάσταση/επιπλοκή μπορεί να προκληθεί αιφνιδίως μετά από μια απότομη κίνηση του ασθενούς, από μία έντονη δραστηριότητά του ή αν προσπαθήσει να σηκώσει ασυνήθιστα μεγάλο βάρος. Τότε, μέσα από το στόμιο της κήλης διέρχεται βίαια και παγιδεύεται κάποιο τμήμα λίπους ή εντέρου, το οποίο προοδευτικά θα στραγγαλιστεί, θα ισχαιμίσει και θα νεκρωθεί. Η πιθανότητα περίσφιξης μιας ομφαλοκήλης δεν μπορεί εύκολο να υπολογιστεί, αλλά σίγουρα έχει μεγάλη σημασία η διάμετρος του χάσματος της κήλης και η ευκολία με την οποία ανατάσσεται το περιεχόμενό της στη φυσική του θέση. Όσο μικρότερη η διάμετρος και όσο μεγαλύτερη η δυσκολία ανάταξης τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος της περίσφιξης. Η περισφιγμένη ομφαλοκήλη αποτελεί επείγουσα χειρουργική κατάσταση και απαιτεί άμεση αντιμετώπιση.
Η περίσφιξη μιας κήλης συνοδεύεται πάντα από έντονα συμπτώματα τα οποία διαφέρουν από τα συνήθη ενοχλήματά της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η περιοχή που εμφανίζεται η κήλη πρήζεται, γίνεται σκληρή και αρχίζει να πονάει πολύ και συνεχόμενα. Μετά από λίγο το πρήξιμο αυτό αρχίζει να κοκκινίζει και να γίνεται θερμό τοπικά. Αν προκληθεί και ειλεός ως αποτέλεσμα της περίσφιξής, αρχίζει να πρήζεται και να πονά όλη η κοιλιά του ασθενούς. Από τη στιγμή που θα περισφιχθεί μια ομφαλοκήλη πρέπει να περάσουν 6-8 ώρες για να νεκρωθεί το περιεχόμενό της (λίπος ή τμήμα εντέρου). Άρα σχετικά άμεσα, δηλαδή μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα και χωρίς πανικό, πρέπει να αναζητήσετε ιατρική φροντίδα ώστε να γίνει προσπάθεια «ανάταξης» της κήλης με ήπιους ειδικούς χειρισμούς από το γιατρό. Αν δεν μπορέσει γίνει αυτό ή αν έχουν περάσει πολλές ώρες από την έναρξη του επεισοδίου τότε ο ασθενής πρέπει να χειρουργηθεί επειγόντως.
Η συχνή αυτή κατάσταση λέγεται «μη ανατασσόμενη» ομφαλοκήλη και δημιουργείται όταν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Όταν δηλαδή η διάμετρος της κήλης είναι μικρή, το μέγεθός της μεγάλο και παράλληλα έχουν δημιουργηθεί συμφύσεις στον «κηλικό σάκο». Συχνά, η μη ανατασσόμενη ομφαλοκήλη συγχέεται λανθασμένα με την περισφιγμένη ομφαλοκήλη, όμως σε αντίθεση με τη δεύτερη, δεν αποτελεί επείγουσα χειρουργική κατάσταση. Οι ασθενείς με μη ανατασσόμενη ομφαλοκήλη αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο περίσφιξης της κήλης τους και για αυτό πρέπει να χειρουργούνται προγραμματισμένα.
Η θεραπεία της ομφαλοκήλης είναι χειρουργική. Οι βασικές αρχές της «πλαστικής αποκατάστασης» (όπως αποκαλείται το χειρουργείο) είναι να αναγνωρισθεί το στόμιο της κήλης, να αναταχθεί ο σάκος της κήλης πίσω στη φυσιολογική του θέση, δηλαδή στην κοιλιά και τέλος να ενισχυθεί το μυϊκό-κοιλιακό τοίχωμα γύρω από το στόμιο με την τοποθέτηση κάποιου «πλέγματος».
Όχι απαραιτήτως. Ασθενείς με μικρές ομφαλοκήλες οι οποίες δεν προκαλούν συμπτώματα και δεν τους εμποδίζουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες, μπορούν απλά να παρακολουθούνται εφόσον το επιθυμούν και αφού ενημερωθούν για τους κινδύνους που διατρέχουν. Επίσης ηλικιωμένοι ασθενείς με περιορισμένη καθημερινή δραστηριότητα και ομφαλοκήλες χωρίς συμπτώματα, μπορούν να μη χειρουργηθούν και απλά να αντιμετωπισθούν με τη χρήση κάποιας «ζώνης κήλης», πάντα όμως μετά από ενημέρωση. Έτσι η αναγκαιότητα της χειρουργικής θεραπείας εξατομικεύεται για κάθε ασθενή ανάλογα με την ηλικία του, τις δραστηριότητές του, τα άλλα προβλήματα υγείας που πιθανόν έχει, τα συμπτώματά του κλπ. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις που ο ίδιος ο ασθενής, μετά από εκτενή συζήτηση με το χειρουργό καλείται να επιλέξει μόνος του το αν και το πότε θα χειρουργηθεί.
Η χειρουργική θεραπεία μιας ομφαλοκήλης μπορεί να γίνει είτε με ανοικτό χειρουργείο ή με τη λαπαροσκοπική τεχνική. Στην ανοικτή μέθοδο γίνεται μια τομή στον ομφαλό, μέσα από την οποία πραγματοποιείται η πλαστική αποκατάσταση. Στη λαπαροσκοπική μέθοδο αντίθετα, η ανάταξη της κήλης και η τοποθέτηση του πλέγματος πραγματοποιείται δια μέσου 2-3 μικρών οπών (5-10mm) στο αριστερό πλάγιο της κοιλιάς. Οι δύο τεχνικές διαφέρουν επίσης και ως προς το είδος του πλέγματος που χρησιμοποιείται και ως προς τον τρόπο καθήλωσής του. Τόσο στην ανοικτή όσο και στη λαπαροσκοπική μέθοδο, υπάρχουν μικρές παραλλαγές στην εγχειρητική τεχνική, ανάλογα με τις προτιμήσεις κάθε χειρουργού οι οποίες όμως δεν αλλάζουν επί της ουσίας τις βασικές αρχές της πλαστικής αποκατάστασης.
‘Ολοι οι ασθενείς με ομφαλοκήλη μπορούν να χειρουργηθούν με την ανοικτή μέθοδο. Για τη λαπαροσκοπική υπάρχουν κάποιοι σχετικοί περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της. Έτσι, ασθενείς με χρόνιες ομφαλοκήλες οι οποίες δεν ανατάσσονται ή με πολλαπλά χειρουργεία στο ιστορικό τους, ενδέχεται να μην μπορούν να χειρουργηθούν με τη λαπαροσκοπική μέθοδο για τεχνικούς λόγους.
Η λαπαροσκοπική τεχνική υπερέχει έναντι της ανοικτής σε πολλούς τομείς. Το χειρουργικό τραύμα που προκαλείται είναι πολύ μικρότερο με αποτέλεσμα λιγότερο αριθμό επιπλοκών (όπως πχ η διαπύηση των χειρουργικών τραυμάτων). Επίσης, οι ασθενείς που χειρουργούνται λαπαροσκοπικά έχουν βραχύτερη νοσηλεία, ταχύτερη κινητοποίηση, λιγότερο πόνο και γρηγορότερη επάνοδο στις ατομικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι τα αποτελέσματα των δύο τεχνικών είναι απολύτως συγκρίσιμα ως προς τα ποσοστά υποτροπής των κηλών.
Η καταλληλότερη μέθοδος αποκατάστασης μιας ομφαλοκήλης δεν είναι η ίδια για όλους τους ασθενείς. Ο χειρουργός, συνεκτιμώντας πολλές παραμέτρους (ηλικία, σωματότυπος, μέγεθος, χρονιότητα και δυνατότητα ανάταξης της κήλης κλπ) καλείται, με γνώμονα και την εμπειρία του, να επιλέξει, να προτείνει και να εφαρμόσει στον κάθε ασθενή ξεχωριστά την καλύτερη μέθοδο για αυτόν. Συχνά βέβαια δίνεται και η δυνατότητα στους ασθενείς να επιλέξουν οι ίδιοι τη μέθοδο που επιθυμούν, αφού ενημερωθούν για τα υπέρ και τα κατά κάθε μιας.
Η λαπαροσκοπική τεχνική γίνεται αποκλείστικά με γενική αναισθησία. Αντιθέτως, η ανοικτή αποκατάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί με γενική, επισκληρίδια, ραχιαία ή ακόμα και τοπική αναισθησία. Ο αναισθησιολόγος είναι αρμόδιος να επιλέξει και να ενημερώσει κάθε ασθενή για τις διάφορες τεχνικές αναισθησίας που μπορούν ή που δεν μπορούν (για ιατρικούς ή τεχνικούς λόγους) να χρησιμοποιηθούν σε αυτόν.
Συνήθως η διάρκεια ενός τέτοιου χειρουργείου είτε γίνει λαπαροσκοπικά ή ανοικτά είναι μικρότερη από 45 λεπτά. Φυσικά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν το συνολικό χειρουργικό χρόνο με αποτέλεσμα να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή.
Το «πλέγμα» που χρησιμοποιείται στη χειρουργική θεραπεία της βουβωνοκήλης είναι ένα λεπτό κομμάτι συνθετικού υλικού σε επίπεδη ή τρισδιάστατη μορφή. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεγμάτων, με παρόμοιες ιδιότητες. Όλα είναι βιοσυμβατά, ελαφριά, με μικρούς πόρους και με μεγάλη αντοχή. Ο βασικός τους ρόλος είναι να αναγνωρίζονται από τον ανθρώπινο οργανισμό ως ξένα σώματα και να προκαλούν τον σχηματισμό μιας ισχυρής εσωτερικής ουλής γύρω τους, η οποία θα ισχυροποιήσει τα κοιλιακά τοιχώματα, «φράζοντας» το στόμιο της κήλης. Τα πλέγματα τοποθετούνται στην εξωτερική ή στην εσωτερική επιφάνεια των κοιλιακών τοιχωμάτων ανάλογα με την τεχνική που χρησιμοποιείται (ανοικτή ή λαπαροσκοπική) και στερεώνονται στη θέση τους με διάφορους τρόπους.
Τα πλέγματα που τοποθετούνται ενδοπεριτοναϊκά και έρχονται σε άμεση επαφή με τα σπλάχνα πρέπει, σε αντίθεση με τα απλά, να είναι πλήρως καλυμμένα με ειδικές αντισυμφυτικές μεμβράνες τουλάχιστον από τη μία τους επιφάνεια. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται οι συμφύσεις και τα συρίγγια που μπορεί να δημιουργηθούν μεταξύ του πλέγματος και των εντερικών ελίκων. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεγμάτων και στις δύο κατηγορίες που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη σύστασή, το σχήμα, το βάρος και την ικανότητα τους να απορροφώνται (βιοδιάσπαση) ή όχι από τον οργανισμό. Όμως, παρά τις επί μέρους διαφορές τους, όλα τα πλέγματα έχουν τον ίδιο σκοπό δηλαδή να χρησιμοποιηθούν από τον οργανισμό σαν «σκαλωσιά» πάνω στην οποία θα χτιστεί μια γερή εσωτερική ουλή και έτσι θα ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα της υποτροπής της κήλης.
Επειδή με τη χρήση τους ελαχιστοποιείται η πιθανότητα υποτροπής της κήλης. Από το 1990 που ξεκίνησε η τοποθέτηση πλεγμάτων σε ευρεία κλίμακα σε όλο τον κόσμο παρατηρήθηκε μείωση των υποτροπών της νόσου κατά 5-10 φορές τουλάχιστον.
Στη μεγάλη πλειοψηφία τους. Μόνο οι πολύ μικρές ομφαλοκήλες με διάμετρο χάσματος μικρότερη από 1-2εκ μπορούν απλώς να συρραφούν, χωρίς να είναι απαραίτητη η τοποθέτηση κάποιου πλέγματος.
Μετά από 25 χρόνια εμπειρίας με την τεχνική και την τοποθέτηση πλεγμάτων σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Τα πλέγματα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία όλων των κηλών είναι απολύτως ασφαλή για τον οργανισμό σας και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα δεν προκαλεί ούτε άμεσες ούτε απώτερες παρενέργειες ή άλλα προβλήματα υγείας.
Υπάρχουν διάφορα είδη πλεγμάτων που διαφέρουν ως προς τη σύστασή τους, το σχήμα τους, το βάρος τους και την ικανότητα τους να απορροφώνται (βιοδιάσπαση) ή όχι από τον οργανισμό. Έτσι υπάρχουν πλέγματα από πολυπροπυλένιο, πολυεστέρα, τιτάνιο, ePTFE κ.α., πλέγματα επίπεδα, προσχηματισμένα ή τρισδιάστατα, πλέγματα με μικρό ή μεγάλο ειδικό βάρος ανά τετραγωνικό εκατοστό επιφανείας τους και τέλος πλέγματα απορροφήσιμα, ημιαπορροφήσιμα ή πλέγματα που δεν διασπώνται ποτέ. Όμως, παρά τις επί μέρους διαφορές τους, όλα επιτελούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό σαν «σκαλωσιά» πάνω στην οποία αναπτύσσεται μια γερή εσωτερική ουλή και έτσι ελαχιστοποιείται η πιθανότητα υποτροπής της κήλης.
Η πλαστική αποκατάσταση μιας ομφαλοκήλης είναι μια χειρουργική επέμβαση ελάχιστης επικινδυνότητας με μηδενική θνησιμότητα και νοσηρότητα που κυμαίνεται γύρω στο 5%. Τα συχνότερα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν είναι η μετεγχειρητική αιμορραγία, η μόλυνση του τραύματος ή/και του πλέγματος και η δημιουργία ορώδους συλλογής στο τραύμα. Όλα αντιμετωπίζονται εύκολα με συντηρητικά μέτρα.
Όχι απαραιτήτως. Τα πλέγματα που χρησιμοποιούνται έχουν παραπλήσιες ιδιότητες με τους ανθρώπινους ιστούς και έτσι αν μολυνθούν μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να αποστειρωθούν με χορήγηση αντιβίωσης χωρίς να καθίσταται υποχρεωτική η αφαίρεσή τους. Λίγα είναι αυτά που θα χρειαστεί να αφαιρεθούν λόγω αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής. Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι τα πλέγματα κινδυνεύουν να μολυνθούν μόνο στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο. Μετά από την πάροδο ενός διμήνου τα πλέγματα ενσωματώνονται στον οργανισμό και δεν επιμολύνονται.
Στην ανοικτή τεχνική ο μετεγχειρητικός πόνος είναι μεγαλύτερος σε σχέση με τη λαπαροσκοπική, αλλά αντιμετωπίζεται πολύ αποτελεσματικά με τη χορήγηση ήπιων αναλγητικών από το στόμα (παρακεταμόλη, αντιφλεγμονώδη). Η λαπαροσκοπική τεχνική πονάει πολύ λιγότερο αφού το χειρουργικό τραύμα είναι σαφώς μικρότερο.
Αυτοί που θα χρειαστεί να χειρουργηθούν επειγόντως λόγω περισφιγμένης ομφαλοκήλης αποτελούν ειδική κατηγορία ασθενών αυξημένου κινδύνου. Το βασικότερο μέλημα του χειρουργού στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι να θεραπεύσει την κήλη αλλά, κυρίως, να διαπιστώσει αν έχει νεκρωθεί το περιεχόμενό της (λίπος ή τμήμα εντέρου). Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να προχωρήσει στην αφαίρεση των νεκρωμένων ιστών και την αποκατάσταση της συνέχειας του εντέρου. Κατά κανόνα, στους ασθενείς που υποβάλλονται σε εντερεκτομή λόγω περισφιγμένης ομφαλοκήλης, δεν τοποθετείται πλέγμα αφού το πεδίο του χειρουργείου θεωρείται μολυσμένο.
Οι περισσότεροι ασθενείς με ομφαλοκήλη μπορούν να αντιμετωπισθούν σε επίπεδο ημερήσιας νοσηλείας, δηλαδή να παραμείνουν στο νοσοκομείο μόνο για λίγες ώρες μετά το χειρουργείο και να μεταβούν στο σπίτι τους αφού πρώτα κινητοποιηθούν πλήρως. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν αυτό δεν είναι εφικτό για οποιοδήποτε λόγο, η νοσηλεία σχεδόν ποτέ δε διαρκεί πάνω από ένα 24ωρο.
Λίγες μόνο ώρες μετά το χειρουργείο θα κινητοποιηθείτε πλήρως. Αν έχετε πάρει γενική αναισθησία θα είστε σε θέση να πιείτε νερό ή τσαι με φρυγανιές σε 3-4 ώρες μετά την επέμβαση ενώ στις 6 ώρες μπορείτε να πάρετε ένα ελαφρύ γεύμα. Αν έχετε κάνει την επέμβαση με άλλου είδους αναισθησία γευματίζετε άμεσα. Συνήθως χορηγείται μία δόση ενδοφλέβιας αντιβίωσης στο χειρουργείο. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι σε θέση να λάβουν εξιτήριο την ίδια μέρα του χειρουργείου και όλοι οι υπόλοιποι την επομένη. Από την πρώτη κιόλας ημέρα μετά την επέμβαση μπορείτε να περπατάτε όσο θέλετε ή όσο αντέχετε, να ανεβαίνετε σκάλες και γενικά αυτοεξυπηρετείσθε πλήρως ενώ η δίαιτά σας είναι ελεύθερη. Τη δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα κάνετε μπάνιο ελεύθερα και μπορεί να πέσει άφοβα νερό και σαπούνι στο τραύμα το οποίο στη συνέχεια απλώς σκεπάζετε με μια γάζα. Τα ράμματα (αν υπάρχουν) κόβονται στις 8 ημέρες. Μέχρι τότε καλό είναι να μην οδηγήσετε γιατί, παρότι θα είστε σε θέση να το κάνετε, ενδέχεται να προκύψουν νομικά προβλήματα αποζημίωσης σε περίπτωση ατυχήματος.
Αν κάνετε δουλειά γραφείου ή άλλη που δεν απαιτεί σωματική καταπόνηση ή στην οποία δε σηκώνετε βάρη, μπορείτε να επανέλθετε σ’ αυτήν μία βδομάδα μετά το χειρουργείο. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να απέχετε από την εργασία σας για τουλάχιστον ένα μήνα. Στις δύο εβδομάδες μπορείτε να ξεκινήσετε κάποιο ελαφρύ πρόγραμμα γυμναστικής χωρίς βάρη ενώ μπορείτε να μπείτε σε πλήρες πρόγραμμα στις 6 βδομάδες Τέλος, για τις πρώτες 6 εβδομάδες μετεγχειρητικά δεν πρέπει να σηκώνετε πάνω από 5-7 κιλά. Μετά από αυτό το διάστημα μπορείτε να σηκώσετε ότι θέλετε.
Σε λιγότερο από μία εβδομάδα μπορείτε να βρεθείτε ερωτικά με την/τον σύντροφό σας, προσέχοντας βέβαια να μην υποβάλλετε το σώμα σας σε μεγάλη καταπόνηση. Μετά από 4 εβδομάδες μπορείτε άφοβα να το υποβάλλετε.
Τα τελευταία 25 χρόνια η χρήση και τοποθέτηση πλεγμάτων στην πλαστική αποκατάσταση όλων των κηλών έχει ελαττώσει σημαντικά των αριθμό των υποτροπών τους. Έτσι σήμερα η πιθανότητα αυτή είναι μικρότερη από 5%, ενώ στο παρελθόν που δεν χρησιμοποιούνταν πλέγματα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 25%. Οι συχνότερες αιτίες υποτροπής μιας ομφαλοκήλης είναι η χρήση μικρών ή ακατάλληλων πλεγμάτων, ή παχυσαρκία, η κακή τεχνική στην καθήλωσή τους με αποτέλεσμα την πρώιμη μετατόπισή τους, η μη τήρηση του χρονοδιαγράμματος των μετεγχειρητικών οδηγιών από τους ασθενείς και οι μετεγχειρητικές επιπλοκές όπως η μόλυνση ή η αιμορραγία του χειρουργικού τραύματος.
Η θεραπεία των ασθενών με υποτροπή της ομφαλοκήλης τους είναι μόνο χειρουργική. Όπου είναι εφικτό, θα πρέπει να χρησιμοποιείται διαφορετική τεχνική σε σχέση με την πρώτη προσπάθεια (ανοικτή ή λαπαροσκοπική) επειδή το νέο χειρουργικό πεδίο θα είναι «καθαρό» από ουλές και η ανατομία του ξεκάθαρη. Δυστυχώς τα επανειλημμένα χειρουργεία αδυνατίζουν και απονευρώνουν τα κοιλιακά τοιχώματα με αποτέλεσμα τα ποσοστά επιτυχίας κάθε νέας προσπάθειας να είναι μικρότερα. Είναι αυτονόητο ότι θα τοποθετηθεί εκ νέου πλέγμα, ανεξαρτήτως από το αν είχε τοποθετηθεί κι άλλο στο πρώτο χειρουργείο.