Συχνές ερωτήσεις
Ο θυρεοειδής, μέσω των ορμονών του, ρυθμίζει το συνολικό αλλά και τον επί μέρους μεταβολισμό όλων των κυττάρων του ανθρώπινου σώματος με αποτέλεσμα να παρεμβαίνει στις περισσότερες λειτουργίες του οργανισμού μας. Στη βρεφική και παιδική ηλικία παίζει ακόμα πιο σημαντικό ρόλο ρυθμίζοντας την ομαλή σωματική, νευρολογική και νοητική μας ανάπτυξη. Αν ο θυρεοειδής ενός ενήλικα πάψει να λειτουργεί σωστά τότε εκδηλώνονται προβλήματα από το καρδιαγγειακό, το γαστρεντερικό, το μυοσκελετικό και το κεντρικό νευρικό του σύστημα, και εμφανίζονται σημαντικές μεταβολές στις αιματολογικές και βιοχημικές του εξετάσεις.
Η κλινική εξέτασή του ασθενούς, η μέτρηση των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα (T3, T4, TSH) και το υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς αποτελούν τις βασικότερες εξετάσεις με τις οποίες παρακολουθούμε το θυρεοειδή αδένα. Με αυτές ελέγχεται τόσο τη λειτουργία του όσο και η ανατομική του δομή. Αν αυτές είναι φυσιολογικές δε χρειάζεται άλλος εργαστηριακός έλεγχος. Σε ανίθετη περίπτωση απαιτούνται εξειδικευμένες αιματολογικές (FT3, FT4, Anti-μικροσωματικά αντισώματα, Anti-TG, θυρεοσφαιρίνη, καλσιτονίνη κλπ) και παρακλινικές εξετάσεις (σπινθηρογράφημα, αξονική τομογραφία κλπ). Τα τελευταία χρόνια η παρακέντηση του αδένα με λεπτή βελόνα (FNA) και η κυτταρολογική εξέταση του υλικού αποτελεί βασικό διαγνωστικό «εργαλείο» για τις παθήσεις του θυρεοειδούς και εφαρμόζεται ολοένα και συχνότερα.
Οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Στις διαταραχές της λειτουργίας του δηλαδή τον υπερθυρεοειδισμό και τον υποθυρεοειδισμό και στις διαταραχές του μεγέθους ή/και της ανατομικής του δομής. Στη δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται οι θυρεοειδικοί όζοι, ο καρκίνος του θυρεοειδούς και η απλή ή η οζώδης βρογχοκήλη. Σε πολλούς ασθενείς βέβαια εμφανίζονται συνδυασμένες διαταραχές, λειτουργικές και ανατομικές όπως για παράδειγμα η τοξική βρογχοκήλη, το τοξικό αδένωμα, η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα κλπ.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες ρυθμίζουν τις λειτουργίες των περισσότερων συστημάτων του οργανισμού. Γι αυτό το λόγο, οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό εκδηλώνουν συμπτώματα από πολλά όργανα όπως, απώλεια βάρους παρά την κανονική πρόσληψη τροφής, διάρροιες, νευρικότητα, έντονες εφιδρώσεις, δυσανεξία στη ζέστη, ταχυκαρδίες, μυϊκή αδυναμία, αϋπνίες, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως και αίσθημα συνεχούς κόπωσης.
Όλοι οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό οποιασδήποτε αιτιολογίας πρέπει να απευθύνονται και να αντιμετωπίζονται από τους ενδοκρινολόγους. Η θεραπεία της νόσου είναι τις περισσότερες φορές συντηρητική με τη χορήγηση κατάλληλων αντιθυρεοειδικών φαρμάκων τα οποία μπλοκάρουν τη σύνθεση και την απέκκριση των θυρεοειδικών ορμονών. Χειρουργική θεραπεία θα χρειασθούν όσοι ασθενείς:
- δεν μπορούν να ρυθμιστούν αποτελεσματικά με τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα,
- υποβάλλονται σε συνεχόμενη φαρμακευτική θεραπεία για μεγάλο χρονικό διάστημα,
- υποτροπιάζουν σύντομα μετά τη διακοπή της αντιθυρεοειδικής αγωγής τους
- εμφανίζουν πιεστικά φαινόμενα/συμπτώματα από το μεγάλο μέγεθος του αδένα (ευμεγέθης βρογχοκήλη)
- όταν υπάρχει υποψία ανάπτυξης καρκίνου του αδένα
Αντίθετα με τον υπερθυρεοειδισμό οι ασθενείς με υποθυρεοειδισμό έχουν κατά κανόνα ηπιότερη συμπτωματολογία και συνήθως εμφανίζουν ανεξήγητη αύξηση του σωματικού τους βάρους, δυσκοιλιότητα, νωθρότητα και υπνηλία, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως και αίσθημα συνεχούς κόπωσης. Οι ασθενείς αυτοί αντιμετωπίζονται από ενδοκρινολόγους με τη χορήγηση θεραπείας υποκατάστασης με θυρεοειδικές ορμόνες. Από τους ασθενείς με υποθυρεοειδισμό χειρουργείο θα χρειαστούν μόνο όσοι εμφανίζουν πιεστικά συμπτώματα από το μεγάλο μέγεθος του αδένα (ευμεγέθης βρογχοκήλη) και φυσικά αυτοί στους οποίους εγείρεται η υποψία ύπαρξης καρκίνου του θυρεοειδή.
Πολύ συχνά στο υπερηχογράφημα ενός θυρεοειδούς περιγράφεται η ανάπτυξη περιγραπτών ογκιδίων μέσα στο παρέγχυμα του αδένα. Αυτά τα ογκίδια αναφέρονται ως θυρεοειδικοί όζοι. Τόσο ο συνολικός τους αριθμός όσο και το μέγεθός τους ποικίλουν από άτομο σε άτομο. Οι θυρεοειδικοί όζοι αποτελούν ένα διαγνωστικό πρόβλημα για το γιατρό κυρίως ως προς την καλοήθη ή κακοήθη σύστασή τους αλλά και τα συμπτώματα που ενδέχεται να προκαλούν.
Η παρουσία πολλών όζων, ποικίλου μεγέθους, στο θυρεοειδή ενός ανθρώπου αναφέρεται ως πολυοζώδης βρογχοκήλη. Συχνά αυτοί ενδέχεται να καταλαμβάνουν όλο το μέγεθος του αδένα. Οι πολλαπλοί αυτοί όζοι εκτός του ότι αλλοιώνουν την ανατομική σύσταση του αδένα προκαλούν και αύξηση του συνολικού του μεγέθους.
Ένας στους δύο ανθρώπους θα διαγνωσθεί από το υπερηχογράφημα με όζους στον θυρεοειδή αδένα του. Οι περισσότεροι θα έχουν όζους μικρού μεγέθους (<5mm)
Όχι βέβαια. Τόσο η πολυοζώδης βρογχοκήλη όσο και οι μονήρεις θυρεοειδικοί όζοι δεν αποτελούν αυτομάτως ένδειξη για τη άμεση χειρουργική αφαίρεση του αδένα. Οι ασθενείς αυτοί αρχικά υποβάλλονται σε μια σειρά διαγνωστικών εξετάσεων και εν συνεχεία παρακολουθούνται κάθε 6-12 μήνες, με ή χωρίς φαρμακευτική θεραπεία. Ένα ποσοστό μόνο των ασθενών αυτών θα χρειαστεί θυρεοειδεκτομή σε κάποια χρονική στιγμή, όταν συντρέχουν οι απαραίτητες ενδείξεις.
Ένα καλό υπερηχογράφημα μαζί με doppler αγγείωσης είναι το πιο απαραίτητο. Σ’ αυτό θα πρέπει να περιγράφεται με λεπτομέρειες ο αριθμός, η θέση και το ακριβές μέγεθος των όζων, η σύστασή τους (κυστική, συμπαγής ή μεικτή), η αυξημένη ή φυσιολογική αγγείωσή τους καθώς και η πιθανή παρουσία αποτιτανώσεων στην περιφέρεια ή στο εσωτερικό τους. Θα πρέπει να ελέγχεται τέλος και ο υπόλοιπος τράχηλος κυρίως ως προς την ύπαρξη διογκωμένων λεμφαδένων. Αφού συνεκτιμηθούν οι πιο πάνω πληροφορίες μαζί με τις αιματολογικές ορμονικές εξετάσεις και την κλινική εξέταση μπορεί να χρειαστεί να υποβληθείτε σε παρακέντηση με λεπτή βελόνα, σε σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς, σε αξονική τομογραφία τραχήλου ή σε ειδικότερες αιματολογικές εξετάσεις.
Η παρακέντηση του θυρεοειδούς με λεπτή βελόνα (FNA) είναι μια απλή επεμβατική πράξη που τα τελευταία χρόνια αποτελεί βασικότατο εργαλείο στη διαγνωστική προσέγγιση των παθήσεων του αδένα. Με την καθοδήγηση υπερηχογραφήματος, εισάγεται δια του δέρματος μια λεπτή βελόνη η οποία με μεγάλη ακρίβεια στοχεύει και εισέρχεται στο εσωτερικό του θυρεοειδικού όζου. Στη συνέχεια εφαρμόζοντας αρνητική πίεση στη βελόνα αναρροφώνται κύτταρα από τον όζο. Αφού αφαιρεθεί η βελόνα τα κύτταρα αυτά ελέγχονται στο μικροσκόπιο από ειδικούς ιατρούς, τους κυτταρολόγους. Με την εξέταση αυτή λαμβάνονται αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με την φύση του όζου, για το αν δηλαδή αυτός είναι καρκίνος ή καλοήθης όγκος του αδένα. Η απλή αυτή εξέταση διαρκεί λιγότερο από 5 λεπτά και δε χρειάζεται ούτε τοπική αναισθησία.
Η παρουσία όζων στο θυρεοειδή σας αποτελεί τη συνηθέστερη ένδειξη για να σας παραπέμψει ο ενδοκρινολόγος ή ο χειρουργός για παρακέντηση θυρεοειδούς. Πιο συγκεκριμένα, παρακέντηση πρέπει να γίνεται:
- σε όζους πάνω από 10 χιλιοστά όταν εμφανίζουν ύποπτα υπερηχογραφικά στοιχεία
- σε όλους τους όζους με μέγεθος πάνω από 15 χιλιοστά
- στους όζους που εμφανίζουν σταδιακή αύξηση του μεγέθους τους σε διαδοχικά υπερηχογραφήματα.
Παρακέντηση μπορεί να χρειαστεί να κάνετε και σε διογκωμένους λεμφαδένες στην περιοχή του θυρεοειδούς.
Πρέπει να χειρουργηθείτε όταν:
- η παρακέντηση «δείξει» υποψία κακοήθειας ή επιβεβαιωμένο θυρεοειδικό καρκίνο
- αν έχετε ευμεγέθεις όζους πάνω από 3 εκατοστά
- όταν οι όζοι προκαλούν συμπτώματα ασκώντας πίεση σε γειτονικά όργανα (τραχεία, οισοφάγος κλπ)
- όταν οι όζοι είναι ορμονικά λειτουργικοί προκαλώντας υπερθυρεοειδισμό
- αν έχετε καταδυόμενη βρογχοκήλη (δηλαδή ο θυρεοειδής σας μεγαλώνει προς τα κάτω, και εισέρχεται προς τη θωρακική κοιλότητα)
- όταν προκαλείται δυσμορφία στο λαιμό σας λόγω μεγέθους του αδένα.
Σε ασθενείς νεαρής ηλικίας, ιδιαίτερα όταν υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του θυρεοειδή ή όταν κατά το παρελθόν έχει προηγηθεί ακτινοβόληση στην περιοχή του τραχήλου η απόφαση για θυρεοειδεκτομή λαμβάνεται πολύ πιο εύκολα λόγω της αυξημένης πιθανότητας ύπαρξης θυρεοειδικού καρκίνου.
Συνήθως η επέμβαση που γίνεται είναι η ολική θυρεοειδεκτομή. Ο κύριος λόγος είναι ότι αν υπάρχει ισχυρή ένδειξη για να χειρουργηθείτε, η πιθανότητα να βρεθεί καρκίνος στο θυρεοειδή σας, έστω και σε τυχαία θέση είναι μεγάλη, πολύ συχνά δε ο καρκίνος αυτός είναι πολυεστιακός, αναπτύσσεται δηλαδή σε πολλαπλά σημεία και στους δύο λοβούς του αδένα. Αν συμβεί κάτι τέτοιο και δεν έχει αφαιρεθεί όλος ο θυρεοειδής θα πρέπει να υποβληθείτε εκ νέου σε χειρουργείο ώστε να αφαιρεθεί και ο υπόλοιπος αδένας. Ακόμα και αν είμαστε βέβαιοι ότι το τμήμα του αδένα που έχει παραμείνει δεν έχει κακοήθεια δεν θα μπορέσετε να λάβετε συμπληρωματική θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο σε περίπτωση που χρειασθεί. Μοναδική εξαίρεση αποτελούν οι ασθενείς με τοξικό αδένωμα που μπορούν να μην υποβληθούν ολική θυρεοειδεκτομή.
Ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν. Γνωρίζουμε ότι στις ΗΠΑ η πιθανότητα ενός ανθρώπου να νοσήσει κάποια στιγμή στη ζωή του από καρκίνο του θυρεοειδούς είναι περίπου 1% που είναι κατά πολύ μικρότερη από την συχνότητα ανάπτυξης θυρεοειδικών όζων. Τα τελευταία 20 χρόνια έχει παρατηρηθεί αύξηση της συχνότητας του καρκίνου του θυρεοειδούς (κυρίως του θηλώδους τύπου) η οποία αποδίδεται στο πυρηνικό ατύχημα του Chernobyl το 1986.
Οι συχνότεροι τύποι καρκίνου του θυρεοειδούς είναι ο θηλώδης και ο θηλακιώδης τύπος. Και οι δύο θεωρούνται πολύ καλά διαφοροποιημένοι και έχουν εξαιρετική πρόγνωση. Περίπου 9 στους 10 ασθενείς με καρκίνο του αδένα θα νοσήσουν από αυτούς τους δύο τύπους. Το μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς είναι αρκετά σπανιότερο (<5%). Αναπτύσσεται από τα παραθυλακιώδη C κύτταρα που βρίσκονται διάσπαρτα μέσα στον αδένα και παράγουν μια ειδική ορμόνη που λέγεται καλσιτονόνη. Αρκετά συχνά ο μυελοειδής καρκίνος είναι κληρονομικός και μπορεί να συνδυάζεται με άλλους καρκίνους από τα επινεφρίδια και τους παραθυρεοειδείς αδένες. Τέλος, ο σπανιότερος αλλά και πιο επιθετικός τύπος καρκίνου του θυρεοειδή είναι ο αμετάπλαστος ή αδιαφοροποίητος που παρουσιάζεται σε ποσοστό <2%. Η πρόγνωσή του είναι πολύ κακή.
Η προεγχειρητική διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς μπορεί να γίνει μόνο μετά από παρακέντηση του θυρεοειδούς και κυτταρολογική εξέταση του υλικού. Πολύ συχνά βέβαια η διάγνωση γίνεται μετά το χειρουργείο όταν ανακαλύπτεται τυχαία κάποια εστία καρκίνου σε αδένα που αφαιρέθηκε για άλλο λόγο. Για τα μυελοειδή καρκινώματα οι τιμές της ορμόνης καλσιτονίνης στο αίμα αποτελούν πολύ αξιόπιστο δείκτη ύπαρξης της νόσου ή πιθανής μετάστασής της.
Εκτός από το υπερηχογράφημα τραχήλου-θυρεοειδούς και την παρακέντηση του αδένα που απαιτούνται για τη διάγνωση της νόσου, ίσως χρειαστεί να κάνετε αξονική τομογραφία θώρακα και τραχήλου, συμπληρωματικές εξετάσεις αίματος, και αν συντρέχουν πολύ ειδικοί λόγοι, PET-CT ή παρακέντηση διογκωμένου τραχηλικού λεμφαδένα (ύποπτου για μεταστατική νόσο). Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών θα ορίσουν το στάδιο της νόσου προεγχειρητικά και θα υπαγορεύσουν την ενδεδειγμένη χειρουργική θεραπεία που πρέπει να εφαρμοστεί.
Η βασική θεραπεία είναι χειρουργική και σχεδόν πάντα γίνεται ολική θυρεοειδεκτομή. Αν υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις θα χρειαστεί να γίνει και λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου. Ανάλογα με το είδος του καρκίνου και το στάδιο της νόσου μπορεί να χρειαστεί να λάβετε μετεγχειρητικά ως συμπληρωματική θεραπεία ραδιενεργό ιώδιο.
Όλοι οι ασθενείς με καρκίνο θυρεοειδούς πρέπει να υποβάλλονται σε ολική θυρεοειδεκτομή. Αν υπάρχουν λεμφαδενικές μεταστάσεις θα πρέπει να εκτελείται και λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου, δηλαδή αφαίρεση κάποιων ή όλων των λεμφαδενικών ομάδων του τραχήλου.
Όταν ο καρκίνος στο θυρεοειδή αναγνωρισθεί τυχαία στην ιστολογική απάντηση και αναλόγως με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται (μέγεθος, θέση κλπ) μπορεί να χρειαστεί να υποβληθείτε μετά το χειρουργείο σε σπινθηρογραφικό έλεγχο. Αξονική τομογραφία, ειδικές εξετάσεις αίματος, PET-CT ή ακόμα και παρακέντηση διογκωμένου τραχηλικού λεμφαδένα θα χρειαστούν σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις.
Όχι η χημειοθεραπεία δεν έχει θέση στον καρκίνο του θυρεοειδούς. Μετά από το χειρουργείο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι μπορεί να χρειαστεί να λάβετε ραδιενεργό ιώδιο ως συμπληρωματική θεραπεία.
Μετά από τη θυρεοειδεκτομή και τη χορήγηση θεραπευτικού ραδιενεργού ιωδίου, θα χρειαστεί να κάνετε σε 9-12 μήνες ένα νέο σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς ώστε να επιβεβαιωθεί η πλήρης απουσία ενεργού θυρεοειδικού ιστού. Επίσης θα υποβάλλεστε σε τακτικό εξαμηνιαίο ή ετήσιο έλεγχο που θα περιλαμβάνει λεπτομερή κλινική εξέταση, εξετάσεις αίματος (ΤSH, θυρεοσφαιρίνη, καλσιτινίνη, CEA) ανάλογα με τον ιστολογικό τύπο του καρκίνου, και αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι θα κάνετε υπερηχογράφημα τραχήλου, αξονική τομογραφία ή ακόμα και ΡΕΤ scan. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αναπτύσσεται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς και για αυτό το λόγο ο τακτικός αυτός έλεγχος συνήθως διαρκεί για πολλά χρόνια.
Η πρόγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς είναι εξαιρετική. Η δεκαετής επιβίωση στους ασθενείς με καλά διαφοροποιημένους τύπους καρκίνου, οι οποίοι είναι και οι συχνότεροι (θηλώδες ή θυλακιώδες καρκίνωμα), ξεπερνά το 90% ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχουν μεταστάσεις στους επιχώριους λεμφαδένες. Η παρουσία νόσου στους λεμφαδένες του τραχήλου επιβαρύνει την επιβίωση των ασθενών και πάλι όμως αυτή παραμένει υψηλή. Ο μυελοειδής καρκίνος έχει, συνολικά, λίγο χειρότερη πρόγνωση σε σχέση με τους δύο προηγούμενους και μόνο ο πολύ σπάνιος αναπλαστικός τύπος καρκίνου έχει δυσμενέστατη επιβίωση.
Η μέση διάρκεια της ολικής θυρεοειδεκτομής είναι 1,5 ώρα. Φυσικά ο συνολικός χειρουργικός χρόνος διαφοροποιείται σε κάθε ασθενή ανάλογα με το μέγεθος του αδένα, τα σωματομετρικά χαρακτηριστικά του, την εμπειρία του χειρουργού, την παρουσία φλεγμονής (π.χ. αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα) αλλά και άλλους παράγοντες.
Πολύ κοντά στην οπίσθια επιφάνεια του θυρεοειδούς, από τη δεξιά και την αριστερή μεριά, διέρχονται τα νεύρα που κινούν τις φωνητικές χορδές (παλίνδρομα λαρυγγικά νεύρα) ενώ στην οπίσθια επιφάνειά του επίσης βρίσκονται οι παραθυρεοειδείς αδένες που είναι σχεδόν κολλημένοι επάνω του. Οι πιο σοβαροί κίνδυνοι της θυρεοειδεκτομής σχετίζονται με τον τραυματισμό αυτών των στοιχείων. Η λεπτομερής αναγνώριση, διατήρηση και προστασία των νεύρων (κυρίως) και των παραθυρεοειδών αδένων από τραυματικές κακώσεις αποτελεί βασική αρχή στη χειρουργική του θυρεοειδούς. Σε έμπειρα χέρια ο κίνδυνος τραυματισμού τους είναι <1%. Θα πρέπει να αναφερθεί επίσης πως λόγω της πλούσιας αγγείωσης του αδένα, ένας άλλος σοβαρός κίνδυνος είναι η μετεγχειρητική αιμορραγία που εκδηλώνεται μέσα στις πρώτες ώρες μετά το χειρουργείο. Ευτυχώς η συχνότητά της είναι <2%.
Η θυρεοειδεκτομή συνοδεύεται από ήπιο μετεγχειρητικό πόνο στην περιοχή της χειρουργικής τομής ο οποίος αντιμετωπίζεται πολύ αποτελεσματικά με τη χορήγηση απλών παυσίπονων. Σε κάποιους ασθενείς ενδέχεται να υπάρχει για 24-48 ώρες μετά το χειρουργείο μια μικρή ευαισθησία στην κατάποση η οποία είναι παροδική και ανταποκρίνεται και αυτή πολύ ικανοποιητικά στα αναλγητικά. Οι περισσότεροι ασθενείς, τέλος, σπάνια λαμβάνουν παυσίπονα μετά την τρίτη ημέρα από το χειρουργείο.
Σε λίγες μόνο ώρες μετά το χειρουργείο θα κινητοποιηθείτε πλήρως. Σε 6-8 ώρες μετά την επέμβαση θα είστε σε θέση να πιείτε νερό ή τσάι με φρυγανιές ή ακόμα και να φάτε ένα ελαφρύ γεύμα. Αν δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι θα λάβετε μόνο μία δόση αντιβίωσης κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Η μικρή παροχέτευση που υπάρχει (ένα λεπτό λαστιχένιο σωληνάκι που βγαίνει από το δέρμα κοντά στο τραύμα) αφαιρείται την επομένη ημέρα του χειρουργείου.
Εντελώς φυσιολογικά όπως όλοι οι άνθρωποι. Το μόνο που θα χρειαστεί είναι να λαμβάνετε καθημερινά για όλη την υπόλοιπη ζωή σας ένα χάπι που θα αναπληρώνει τις ημερήσιες ανάγκες σας σε θυρεοειδικές ορμόνες. Με το χάπι αυτό όλα τα όργανα και τα συστήματα του οργανισμού σας θα λειτουργούν φυσιολογικά και θα μπορείτε να συμμετέχετε πλήρως σε κάθε δραστηριότητα που επιθυμείτε.
Οι περισσότεροι ασθενείς είναι σε θέση να λάβουν εξιτήριο την επόμενη ημέρα του χειρουργείου. Από το πρώτο κιόλας εικοσιτετράωρο μετά την επέμβαση μπορείτε να περπατάτε όσο θέλετε, να ανεβαίνετε σκάλες και γενικά αυτοεξυπηρετείσθε πλήρως. Την δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα κάνετε μπάνιο ελεύθερα και μπορεί να πέσει άφοβα νερό και σαπούνι στο χειρουργικό τραύμα το οποίο είναι καλυμμένο με αυτοκόλλητα και αδιάβροχα «ράμματα». Τα αυτοκόλλητα αυτά «ράμματα» αφαιρούνται πολύ εύκολα 8-10 ημέρες μετά το χειρουργείο και δεν υπάρχουν άλλα ράμματα στο τραύμα. Μέχρι την αφαίρεση των ραμμάτων καλό είναι να μην οδηγήσετε γιατί, παρότι θα είστε σε θέση να το κάνετε, ενδέχεται να προκύψουν νομικά προβλήματα αποζημίωσης σε περίπτωση ατυχήματος. Αν κάνετε δουλειά γραφείου ή άλλη που δεν απαιτεί σωματική καταπόνηση μπορείτε να επανέλθετε σ’ αυτήν 4-5 ημέρες μετά το χειρουργείο. Σε αντίθετη περίπτωση καλό θα ήταν να απέχετε από την εργασία σας για 10-15 ημέρες. Μετά από μια εβδομάδα μπορείτε να ξεκινήσετε κάποιο ελαφρύ πρόγραμμα γυμναστικής χωρίς βάρη ενώ μετά από 3 εβδομάδες μπορείτε να μπείτε σε πλήρες πρόγραμμα.