Η βουβωνοκήλη είναι μια χειρουργική πάθηση που οφείλεται στο σχηματισμό μιας μικρής εσωτερικής οπής στα κατώτερα μυϊκά τοιχώματα της κοιλιάς, μέσα από την οποία περνά λίπος ή κάποιο τμήμα εντέρου.

Η οπή αυτή που ονομάζεται έσω βουβωνικό στόμιο, βρίσκεται στο σημείο που η κοιλιά ενώνεται με το μηρό και μπορεί να εμφανιστεί τόσο από τη δεξιά όσο και την αριστερή μεριά του σώματος.

Η βουβωνοκήλη προβάλει προς τα έξω σαν ένα μαλακό εξόγκωμα κάτω από το δέρμα το οποίο συνήθως εξαφανίζεται όταν ξαπλώσει ο ασθενής ή μετά από ήπια εξωτερική πίεση.

Συχνές Ερωτήσεις

Η βουβωνοκήλη είναι μια πολύ συχνή πάθηση. Υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους 15 ανθρώπους θα εμφανίσει βουβωνοκήλη κάποια στιγμή στη ζωή του. Στους άνδρες εμφανίζεται 8 φορές πιο συχνά από ότι στις γυναίκες.

Δεν είναι πλήρως κατανοητός ο μηχανισμός δημιουργίας της (με εξαίρεση τις συγγενείς βουβωνοκήλες). Επίσης, δεν είναι αποσαφηνισμένο το γιατί κάποιοι άνθρωποι θα εμφανίσουν βουβωνοκήλη, ενώ κάποιοι άλλοι όχι.
Υπάρχουν παρ’ όλα αυτά κάποιοι αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου, οι οποίοι αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης της πάθησης αυτής, όπως είναι η κληρονομικότητα, η ενασχόληση με βαριές χειρωνακτικές εργασίες που σχετίζονται κυρίως με ανύψωση βαρών, η σύνθεση «κακής ποιότητας»-ανώριμου κολλαγόνου από τον οργανισμό κάποιων ανθρώπων και άλλοι σπανιότεροι. Βουβωνοκήλη όμως μπορεί να εμφανισθεί κάλλιστα και σε άτομα που δεν επιβαρύνονται με κανέναν από τους προαναφερθέντες παράγοντες.

Οι περισσότεροι άνθρωποι με βουβωνοκήλη παρατηρούν ένα ελαφρύ πρήξιμο ή εξόγκωμα στο κάτω μέρος της κοιλιάς από τη δεξιά ή την αριστερή μεριά. Όταν ξαπλώνουν το πρήξιμο αυτό εξαφανίζεται. Κάποιοι ασθενείς δεν πονούν καθόλου ενώ άλλοι μπορεί να αισθάνονται πόνο ή κάψιμο στο δέρμα της περιοχής, στο όσχεο και τους όρχεις (στους άντρες) ή στην έσω επιφάνεια του μηρού. Πολλοί ασθενείς αν μείνουν για ώρα όρθιοι ή κουραστούν αναγκάζονται να καθίσουν ή να ξαπλώσουν και μόνοι τους να «ανατάξουν» την κήλη τους πιέζοντάς την ελαφρά προς την κοιλιά.
Η οσχεοκήλη είναι υποκατηγορία της βουβωνοκήλης η οποία εμφανίζεται μόνο στους άντρες όταν το περιεχόμενο της κήλης κατεβαίνει χαμηλά μέσα στο όσχεο και φτάνει δίπλα στους όρχεις. Το χάσμα των κοιλιακών τοιχωμάτων μέσα από το οποίο βγαίνει η οσχεοκήλη είναι το ίδιο με αυτό της βουβωνοκήλης και η θεραπεία της είναι ίδια με αυτή της βουβωνοκήλης.
Η διάγνωση της βουβωνοκήλης γίνεται εύκολα μόνο με την κλινική εξέταση από το γιατρό χωρίς να είναι απαραίτητη καμία άλλη αιματολογική ή ακτινολογική εξέταση. Λόγω της μεγάλης συχνότητάς της στο γενικό πληθυσμό οι περισσότεροι ασθενείς αντιλαμβάνονται από μόνοι τους ότι έχουν βουβωνοκήλη και επισκέπτονται το γιατρό μόνο για την επιβεβαίωση της διάγνωσης. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που η διάγνωση είναι αμφίβολη, η καλύτερη εξέταση είναι η αξονική τομογραφία.
Μία βουβωνοκήλη εκτός από τις καθημερινές ήπιες ενοχλήσεις και τα αισθητικά προβλήματα που μπορεί να προκαλεί, εγκυμονεί το σοβαρό κίνδυνο της περίσφιξης. Αυτή η επείγουσα κατάσταση/επιπλοκή μπορεί να προκληθεί αιφνιδίως μετά από μια απότομη κίνηση του ασθενούς, από μία έντονη δραστηριότητά του ή αν προσπαθήσει να σηκώσει ασυνήθιστα μεγάλο βάρος. Τότε, μέσα από το στόμιο της κήλης διέρχεται βίαια και παγιδεύεται κάποιο τμήμα λίπους ή εντέρου, το οποίο προοδευτικά θα στραγγαλιστεί, θα ισχαιμίσει και θα νεκρωθεί. Ευτυχώς η πιθανότητα περίσφιξης μιας βουβωνοκήλης που δεν προκαλεί συμπτώματα είναι μικρότερη από 1-2%. Αντιθέτως, στους ασθενείς που έχουν συμπτώματα η πιθανότητα αυτή είναι αρκετά μεγαλύτερη. Η περισφιγμένη βουβωνοκήλη αποτελεί επείγουσα χειρουργική κατάσταση και απαιτεί άμεση αντιμετώπιση.
Η περίσφιξη μιας κήλης συνοδεύεται πάντα από έντονα συμπτώματα τα οποία διαφέρουν πολύ από τα συνήθη ενοχλήματά της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η περιοχή που εμφανίζεται η κήλη πρήζεται, γίνεται σκληρή και αρχίζει να πονάει πολύ και συνεχόμενα. Μετά από λίγο το πρήξιμο αυτό αρχίζει να κοκκινίζει και να γίνεται θερμό. Από τη στιγμή που θα περισφιχθεί μια βουβωνοκήλη πρέπει να περάσουν 6-8 ώρες για να νεκρωθεί το περιεχόμενό της (λίπος ή τμήμα εντέρου). Άρα σχετικά άμεσα, δηλαδή μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα και χωρίς πανικό, πρέπει να αναζητήσετε ιατρική φροντίδα ώστε να γίνει προσπάθεια «ανάταξης» της κήλης με ήπιους ειδικούς χειρισμούς από το γιατρό. Αν δεν μπορέσει να γίνει αυτό ή αν έχουν περάσει πολλές ώρες από την έναρξη του επεισοδίου τότε ο ασθενής πρέπει να χειρουργηθεί επειγόντως.
Η θεραπεία της βουβωνοκήλης είναι χειρουργική. Οι βασικές αρχές της «πλαστικής αποκατάστασης» (όπως αποκαλείται το χειρουργείο) είναι να αναγνωρισθεί το στόμιο της κήλης, να αναταχθεί ο σάκος της κήλης πίσω στη φυσιολογική του θέση, δηλαδή στην κοιλιά και τέλος να ενισχυθεί το μυϊκό-κοιλιακό τοίχωμα γύρω από το στόμιο με την τοποθέτηση κάποιου «πλέγματος».
Όχιδεν είναι αναγκαίο να χειρουργούνται όλοι οι ασθενείς με βουβωνοκήλη. Ασθενείς με μικρές βουβωνοκήλες οι οποίες δεν προκαλούν συμπτώματα και δεν τους εμποδίζουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες, μπορούν απλά να παρακολουθούνται εφόσον το επιθυμούν και εφόσον ενημερωθούν για τους (μικρούς) κινδύνους που διατρέχουν. Επίσης πολλοί ηλικιωμένοι ασθενείς που εκ των πραγμάτων έχουν περιορισμένες καθημερινές δραστηριότητες, μπορούν να επιλέξουν να μη χειρουργηθούν φορώντας απλά μια «ζώνη κήλης», πάντα όμως μετά από ενημέρωση. Έτσι, η απόφαση για το χειρουργείο, εξατομικεύεται για κάθε ασθενή, ανάλογα με την ηλικία του, τις δραστηριότητές του, τα συμπτώματά του, τα άλλα προβλήματα υγείας που πιθανόν έχει κλπ. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις που ο ίδιος ο ασθενής, μετά από εκτενή συζήτηση με το χειρουργό καλείται να επιλέξει μόνος του το αν και το πότε θα χειρουργηθεί.
Η θεραπεία της βουβωνοκήλης είναι χειρουργική. Μπορεί να εφαρμοσθεί τόσο η ανοικτή όσο και η λαπαροσκοπική χειρουργική τεχνική. Στην ανοικτή μέθοδο γίνεται μια τομή (4-6 εκ) στο δέρμα της περιοχής πάνω από την κήλη μέσα από την οποία πραγματοποιείται η πλαστική αποκατάσταση. Το πλέγμα, στην περίπτωση αυτή, τοποθετείται από την εξωτερική μεριά των κοιλιακών τοιχωμάτων. Αντιθέτως, στη λαπαροσκοπική τεχνική, τόσο η ανάταξη της κήλης όσο και η τοποθέτηση του πλέγματος πραγματοποιείται από την εσωτερική μεριά της κοιλιάς δια μέσου μιας τομής 1cm κοντά στον ομφαλό και δύο άλλων μικρότερων. Τόσο στην ανοικτή όσο και στη λαπαροσκοπική μέθοδο υπάρχουν μικρές παραλλαγές στην εγχειρητική τεχνική, ανάλογα με τις προτιμήσεις κάθε χειρουργού, οι οποίες όμως δεν αλλάζουν επί της ουσίας τις βασικές αρχές της πλαστικής αποκατάστασης.
Όλοι οι ασθενείς με βουβωνοκήλη μπορούν να χειρουργηθούν με την ανοικτή μέθοδο. Για τη λαπαροσκοπική τεχνική υπάρχουν κάποιοι σχετικοί περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της, όπως είναι το μέγεθος της βουβωνοκήλης, η χρονιότητά της και τυχόν προηγούμενα χειρουργεία στην κοιλιά όπως σκωληκoειδεκτομή, προστατεκτομή κ.ά. Έτσι ασθενείς με πολύ μεγάλες οσχεοκήλες, με χρόνιες βουβωνοκήλες οι οποίες δεν ανατάσσονται ή με πολλαπλά χειρουργεία στο ιστορικό τους, ενδέχεται να μην μπορούν να χειρουργηθούν με τη λαπαροσκοπική μέθοδο για τεχνικούς λόγους.
Τα αποτελέσματα των δύο τεχνικών είναι σχετικά συγκρίσιμα ως προς τα ποσοστά υποτροπής (επανεμφάνισης) της κήλης και το συνολικό χρόνο νοσηλείας. Η λαπαροσκοπική τεχνική όμως, αν και έχει υψηλότερο κόστος, υπερτερεί σαφώς έναντι της ανοικτής στον πόνο των πρώτων ημερών ο οποίος είναι σαφώς λιγότερος, στο τοπικό μετεγχειρητικό οίδημα το οποίο απουσιάζει εντελώς και στον ταχύτερο χρόνο επανόδου στις καθημερινές δραστηριότητες.
Στους ασθενείς που πάσχουν από αμφοτερόπλευρη βουβωνοκήλη, η λαπαροσκοπική τεχνική, είναι η μέθοδος εκλογής γιατί συνοδεύεται από ελάχιστο πόνο, μικρότερα ποσοστά υποτροπής και ταχύτατη επάνοδο στις ατομικές και επαγγελματικές δραστηριότητες συγκριτικά με την κλασσική μέθοδο.  Τέλος, επειδή και οι δύο τεχνικές συνοδεύονται από πολύ μικρά ποσοστά επανεμφάνισης (υποτροπής) της κήλης ( <3%), οι λίγοι αυτοί ασθενείς που θα υποτροπιάσουν, είναι προτιμότερο τη δεύτερη φορά να χειρουργούνται με διαφορετική τεχνική σε σχέση με την πρώτη γιατί η ανατομία της περιοχής δεν θα είναι αλλοιωμένη από το προηγούμενο χειρουργείο.
Οι λόγοι, κυρίως, είναι δύο. Στη λαπαροσκοπική τεχνική, όχι μόνο δε χρειάζεται να «κλείσουμε» με ράμματα το χάσμα της κήλης αλλά πολύ περισσότερο δεν τοποθετείται κανένα στηρικτικό ράμμα στο πλέγμα το οποίο σταθεροποιείται στη θέση του απλά και μόνο με την πίεση που του ασκείται από τα κοιλιακά σπλάχνα. Για το λόγο αυτό η λαπαροσκοπική θεωρείται και είναι η μοναδική πλήρως “tension free and suture free” τεχνική. Ο δεύτερος λόγος είναι πως στην ανοικτή μέθοδο, για να τοποθετηθεί το πλέγμα στη σωστή του θέση, πρέπει να κοπούν διάφορα στρώματα του κοιλιακού τοιχώματος, τα οποία βέβαια στη συνέχεια ξαναρράβονται. Κάτι τέτοιο στη λαπαροσκοπική τεχνική δε χρειάζεται να γίνει με αποτέλεσμα να είναι πολύ λιγότερο τραυματική μέθοδος.
Η καταλληλότερη μέθοδος πλαστικής αποκατάστασης μιας βουβωνοκήλης δεν είναι η ίδια για όλους τους ασθενείς. Ο χειρουργός, συνεκτιμώντας πολλές παραμέτρους (ηλικία, σωματότυπος, μέγεθος, χρονιότητα και δυνατότητα ανάταξης της κήλης κλπ) καλείται, με γνώμονα και την εμπειρία του, να επιλέξει και να προτείνει στον κάθε ασθενή ξεχωριστά την καλύτερη μέθοδο για αυτόν. Συχνά δίνεται και η δυνατότητα στους ασθενείς να επιλέξουν οι ίδιοι τη μέθοδο που επιθυμούν, αφού ενημερωθούν για τα υπέρ και τα κατά κάθε μιας.
Ναι, φυσικά και μπορείτε. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα ενδείκνυται η λαπαροσκοπική τεχνική γιατί, σε σύγκριση με την ανοικτή, έχει ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο, μικρό χρονικό διάστημα νοσηλείας, άμεση επάνοδο στις καθημερινές δραστηριότητες, γρήγορη επιστροφή στην εργασία και εξαιρετικά αισθητικά αποτελέσματα. Ακόμα και στην περίπτωση όμως που δεν είναι εφικτή η εφαρμογή της λαπαροσκοπικής μεθόδου για οποιοδήποτε λόγο, μπορείτε να χειρουργηθείτε ταυτοχρόνως και στις δύο μεριές με ανοικτή τεχνική, χωρίς κανένα πρόβλημα.
Η λαπαροσκοπική αποκατάσταση μιας βουβωνοκήλης μπορεί να γίνει μόνο με γενική αναισθησία. Αντιθέτως, η ανοικτή τεχνική μπορεί να πραγματοποιηθεί με γενική, επισκληρίδια, ραχιαία ή ακόμα και τοπική αναισθησία. Ο αναισθησιολόγος είναι αρμόδιος να επιλέξει και να ενημερώσει κάθε ασθενή για τις διάφορες τεχνικές αναισθησίας που μπορούν ή δεν μπορούν (για ιατρικούς ή τεχνικούς λόγους) να χρησιμοποιηθούν σε αυτόν.
Για να μην επιβαρύνετε τον οργανισμό σας με τα φάρμακα της γενικής αναισθησίας, για να μπορέσετε άμεσα μετά το χειρουργείο να γευματίσετε, να πιείτε καφέ και να σηκωθείτε και για να πάρετε εξιτήριο μετά από δύο ώρες. Παρά το ότι η γενική αναισθησία είναι μια εξαιρετικά ασφαλής ιατρική πράξη, πολλοί άνθρωποι την αντιμετωπίζουν με μεγάλο άγχος ή και φόβο. Αν ανήκετε σ’ αύτη την κατηγορία ζητήστε από το γιατρό σας να σας ενημερώσει αναλυτικά για την εναλλακτική μέθοδο της τοπικής αναισθησίας στη θεραπεία της βουβωνοκήλης.
Συνήθως η διάρκεια ενός τέτοιου χειρουργείου είτε γίνει λαπαροσκοπικά ή ανοικτά είναι μικρότερη από 45 λεπτά. Φυσικά υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν το συνολικό χειρουργικό χρόνο με αποτέλεσμα να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή.
Το «πλέγμα» που χρησιμοποιείται στη χειρουργική θεραπεία της βουβωνοκήλης είναι ένα λεπτό κομμάτι συνθετικού υλικού σε επίπεδη ή τρισδιάστατη μορφή. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεγμάτων, με παρόμοιες ιδιότητες. Όλα είναι βιοσυμβατά, ελαφριά, με μικρούς πόρους και με μεγάλη αντοχή. Ο βασικός τους ρόλος είναι να αναγνωρίζονται από τον ανθρώπινο οργανισμό ως ξένα σώματα και να προκαλούν τον σχηματισμό μιας ισχυρής εσωτερικής ουλής γύρω τους, η οποία θα ισχυροποιήσει τα κοιλιακά τοιχώματα, «φράζοντας» το στόμιο της κήλης. Τα πλέγματα τοποθετούνται στην εξωτερική ή στην εσωτερική επιφάνεια των κοιλιακών τοιχωμάτων ανάλογα με την τεχνική που χρησιμοποιείται (ανοικτή ή λαπαροσκοπική) και στερεώνονται στη θέση τους με διάφορους τρόπους.
Επειδή με τη χρήση τους ελαχιστοποιείται η πιθανότητα υποτροπής της κήλης. Από το 1990 που ξεκίνησε η τοποθέτηση πλεγμάτων σε ευρεία κλίμακα σε όλο τον κόσμο παρατηρήθηκε μείωση του ποσοστού υποτροπής της νόσου κατά 10 φορές.
Υπάρχουν διάφορα είδη πλεγμάτων που διαφέρουν ως προς τη σύστασή τους, το σχήμα τους, το βάρος τους και την ικανότητα τους να απορροφώνται (βιοδιάσπαση) ή όχι από τον οργανισμό. Έτσι υπάρχουν πλέγματα από πολυπροπυλένιο, πολυεστέρα, τιτάνιο, ePTFE κ.α., πλέγματα επίπεδα, προσχηματισμένα ή τρισδιάστατα, πλέγματα με μικρό ή μεγάλο ειδικό βάρος ανά τετραγωνικό εκατοστό επιφανείας τους και τέλος πλέγματα απορροφήσιμα, ημιαπορροφήσιμα ή πλέγματα που δεν διασπώνται ποτέ. Όμως, παρά τις επί μέρους διαφορές τους, όλα επιτελούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό σαν «σκαλωσιά» πάνω στην οποία αναπτύσσεται μια γερή εσωτερική ουλή και έτσι ελαχιστοποιείται η πιθανότητα υποτροπής της κήλης.
Μετά από 25 χρόνια εμπειρίας με την τεχνική και την τοποθέτηση πλεγμάτων σε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Τα πλέγματα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία όλων των κηλών είναι απολύτως ασφαλή για τον οργανισμό σας και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα δεν προκαλεί ούτε άμεσες ούτε απώτερες παρενέργειες ή άλλα προβλήματα υγείας.
Όχι δεν θα καταλαβαίνετε τίποτα απολύτως. Όλα τα πλέγματα άλλωστε είναι πολύ λεπτά, ελαφριά, διάτρητα και εύκαμπτα (σαν ένα κομμάτι από σήτα παραθύρου). Βέβαια, στην ανοικτή κυρίως τεχνική, για τις πρώτες τριάντα ημέρες μετά από το χειρουργείο η περιοχή του χειρουργείου θα είναι λίγο φουσκωμένη και σκληρή χωρίς όμως να πονάει. Αυτό είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα της άμεσης αντίδρασης του οργανισμού στο «ξένο» σώμα που έχει τοποθετηθεί και αυτό επιδιώκουμε βάζοντας πλέγμα. Μετά από αυτό το διάστημα, η περιοχή μαλακώνει, γίνεται εντελώς φυσιολογική και εσείς δε θα αντιλαμβάνεστε καθόλου την ύπαρξη του πλέγματος.
Η χειρουργική αποκατάσταση μιας βουβωνοκήλης είναι μια επέμβαση ελάχιστης επικινδυνότητας με μηδενική θνησιμότητα και νοσηρότητα που κυμαίνεται γύρω στο 5%. Τα συχνότερα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν μετά από μια τέτοια εγχείρηση είναι το αιμάτωμα, η μόλυνση του τραύματος ή/και του πλέγματος, η δημιουργία ορώδους συλλογής στο τραύμα ή το όσχεο, το οίδημα στην επιδιδυμίδα και ο χρόνιος πόνος στην περιοχή. Οι επιπλοκές αυτές είναι κατά κανόνα ήπιες, και αντιμετωπίζονται με συντηρητικό τρόπο.
Όχι απαραιτήτως. Τα πλέγματα που χρησιμοποιούνται έχουν παραπλήσιες ιδιότητες με τους ανθρώπινους ιστούς και έτσι αν μολυνθούν μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να αποστειρωθούν με χορήγηση αντιβίωσης χωρίς να καθίσταται υποχρεωτική η αφαίρεσή τους. Λίγα είναι αυτά που θα χρειαστεί να αφαιρεθούν λόγω αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής. Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι τα πλέγματα κινδυνεύουν να μολυνθούν μόνο στην άμεση μετεγχειρητική περίοδο. Μετά από την πάροδο ενός διμήνου τα πλέγματα ενσωματώνονται στον οργανισμό και δεν επιμολύνονται.
Η πλαστική αποκατάσταση της βουβωνοκήλης με πλέγμα είναι μια εγχείρηση στην οποία δεν εφαρμόζονται δυνάμεις σύγκλεισης στα κοιλιακά τοιχώματα (tension free τεχνική). Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο ο μετεγχειρητικός της πόνος είναι μικρός, εύκολα ανεκτός από τους ασθενείς και αντιμετωπίζεται πολύ αποτελεσματικά με τη χορήγηση ήπιας αναλγησίας από το στόμα για λίγες ημέρες (παρακεταμόλη, αντιφλεγμονώδη). Η λαπαροσκοπική τεχνική έχει σαφώς λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο σε σχέση με την ανοικτή.
Οι περισσότεροι ασθενείς με βουβωνοκήλη μπορούν να αντιμετωπισθούν σε επίπεδο ημερήσιας νοσηλείας, δηλαδή να παραμείνουν στο νοσοκομείο για λίγες μόνο ώρες μετά το χειρουργείο και να μεταβούν στο σπίτι τους αφού πρώτα κινητοποιηθούν πλήρως. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν αυτό δεν είναι εφικτό για οποιοδήποτε λόγο, η νοσηλεία σχεδόν ποτέ δε διαρκεί πάνω από ένα 24ωρο.
Όσοι θα χειρουργηθούν επειγόντως λόγω περισφιγμένης βουβωνοκήλης αποτελούν ειδική κατηγορία ασθενών αυξημένου κινδύνου. Στους ασθενείς αυτούς το βασικότερο μέλημα του χειρουργού δεν είναι να θεραπεύσει την κήλη αλλά, κυρίως, να διαπιστώσει αν έχει νεκρωθεί το περιεχόμενό της (λίπος ή τμήμα εντέρου). Αν συμβαίνει αυτό πρέπει άμεσα να προχωρήσει στην αφαίρεση των νεκρωμένων ιστών και την αποκατάσταση της συνέχειας του εντέρου. Κατά κανόνα, δεν τοποθετείται πλέγμα στους ασθενείς που υποβάλλονται σε εντερεκτομή λόγω περισφιγμένης βουβωνοκήλης, αφού το πεδίο του χειρουργείου θεωρείται μολυσμένο.
Λίγες μόνο ώρες μετά το χειρουργείο θα κινητοποιηθείτε πλήρως. Αν έχετε πάρει γενική αναισθησία θα είστε σε θέση να πιείτε νερό ή τσάι με φρυγανιές σε 3-4 ώρες μετά την επέμβαση ενώ μετά από 6 ώρες μπορείτε να πάρετε ένα ελαφρύ γεύμα. Αν έχετε κάνει την επέμβαση με άλλου είδους αναισθησία γευματίζετε άμεσα. Αν δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι δε χρειάζεται να πάρετε αντιβίωση. Οι περισσότεροι ασθενείς είναι σε θέση να λάβουν εξιτήριο την ίδια μέρα του χειρουργείου. Από την πρώτη κιόλας ημέρα μετά την επέμβαση θα μπορείτε να περπατάτε όσο θέλετε, να ανεβαίνετε σκάλες και γενικά να αυτοεξυπηρετείσθε πλήρως. Η δίαιτά σας θα είναι ελεύθερη. Την δεύτερη μετεγχειρητική ημέρα μπορείτε να κάνετε μπάνιο ελεύθερα, βρέχοντας άφοβα το τραύμα με σαπούνι και νερό, και σκεπάζοντάς το στη συνέχεια με μια γάζα. Τα ράμματα (αν υπάρχουν) κόβονται στις 8 ημέρες. Μέχρι τότε καλό είναι να μην οδηγήσετε γιατί, παρότι θα είστε σε θέση να το κάνετε, ενδέχεται να προκύψουν νομικά προβλήματα αποζημίωσης σε περίπτωση ατυχήματος.
Σε λιγότερο από μία εβδομάδα μπορείτε να βρεθείτε ερωτικά με την/τον σύντροφό σας, προσέχοντας βέβαια να μην υποβάλλετε το σώμα σας σε μεγάλη καταπόνηση. Μετά από 4 εβδομάδες μπορείτε άφοβα να το υποβάλλετε.
Τα τελευταία 25 χρόνια η πλαστική αποκατάσταση των βουβωνοκηλών με τοποθέτηση πλεγμάτων έχει ελαττώσει εντυπωσιακά των αριθμό των υποτροπών. Έτσι σήμερα η πιθανότητα αυτή είναι 2-3%, ενώ στο παρελθόν που δεν χρησιμοποιούνταν πλέγματα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 20-30%. Οι συχνότερες αιτίες υποτροπής μιας βουβωνοκήλης είναι η χρήση μικρών ή γενικά ακατάλληλων πλεγμάτων, η κακή τεχνική στην καθήλωσή τους με αποτέλεσμα την πρώιμη μετατόπισή τους, η μη τήρηση του χρονοδιαγράμματος των μετεγχειρητικών οδηγιών από τους ασθενείς και οι μετεγχειρητικές επιπλοκές όπως η μόλυνση ή η αιμορραγία του χειρουργικού τραύματος.
Αν υποτροπιάσει μια βουβωνοκήλη, ο ασθενής χρειάζεται εκ νέου χειρουργική αποκατάσταση. Σε αυτούς που είναι εφικτό, θα ήταν σκόπιμο τη δεύτερη φορά να χρησιμοποιείται διαφορετική τεχνική σε σχέση με την πρώτη (ανοικτή ή λαπαροσκοπική). Αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι στο δεύτερο χειρουργείο το χειρουργικό πεδίο θα είναι «καθαρό» από ουλές, η ανατομία του ξεκάθαρη (αφού η πρώτη εγχείρηση έγινε σε άλλο χώρο) και η πλαστική αποκατάσταση πιο εύκολη και αποτελεσματική. Είναι αυτονόητο ότι θα τοποθετηθεί εκ νέου πλέγμα, ανεξαρτήτως από το αν είχε τοποθετηθεί άλλο στο πρώτο χειρουργείο.